03 Δεκεμβρίου 2007

Το Βυζάντιο του δίδαξε την ιερότητα του θεάτρου





Ο Βασίλης Φωτόπουλος, ο διεθνούς φήμης σκηνογράφος, δεν άντλησε απλώς τα σύμβολα του καλλιτεχνικού λεξιλογίου του από το Βυζάντιο. Για εκείνον το Βυζάντιο δεν ήταν μόνο τέχνη. Ηταν κανόνας ζωής.



Ο Β. Φωτόπουλος μαθητής, σε βόλτα στην πλατεία της Καλαμάτας. Πρώτος αριστερά με το πηλήκιο, μαζί με τη μητέρα του, τις εξαδέλφες Ερατώ και Δήμητρα και τον αδελφό του τον Διονύση
Εφηβος τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, μαθητευόμενος ζωγράφος με δάσκαλο τον Καλαματιανό Βαγγέλη Δράκο, κατέφευγε στο μοναστήρι του Βουλκάνου. «Στ' άδυτα των ιερών διέκρινα τις αρχαίες χειρονομίες, μάθαινα τη σημασία των συμβόλων, της σκευής, την επίδραση των χρωμάτων, του σωστού φωτισμού, της μελωδίας που συνοδεύει την παράσταση που αιώνια τελείται εκφράζοντας την αγωνία του ανθρώπου για την ταυτότητά του. Εκεί συνειδητοποίησα την ιερότητα της θεατρικής πράξης», έγραψε ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα το 1991, όταν έκανε την πρώτη του μεγάλη έκθεση ζωγραφικής στο Μουσείο Βορρέ στην Παιανία.


Είχε ήδη ζήσει μια συναρπαστική ζωή: είχε αποσπάσει δύο Οσκαρ Σκηνογραφίας για το «Αμέρικα Αμέρικα» του Καζάν και τον «Ζορμπά» του Κακογιάννη, είχε δουλέψει με επιτυχία στην Ευρώπη και στην Αμερική, είχε συνεργαστεί με τα κορυφαία ονόματα του ελληνικού θεάτρου. Και επέλεξε να αποσυρθεί και να αφοσιωθεί στην πρώτη του αγάπη, τη ζωγραφική. Επέλεξε να ζήσει σαν «μοναχός». 'Η καλύτερα επέλεξε τη γαλήνη και την πληρότητα που έβρισκε είτε στα κελιά μοναστηριών ανά την Ελλάδα είτε στο απομονωμένο κτήμα στο Λιόπεσι. Μέχρι το φυσικό του τέλος, τον Ιανουάριο του 2007, σαν ταπεινός αγιογράφος ιστόρησε τοίχους και τρούλους, κατασκεύασε σταυρούς, έχτισε ναούς, όπως την επέκταση της Ιεράς Μονής Αγ. Παρασκευής Μαζίου στα Μέγαρα.


Με τη Μελίνα Μερκούρη σε νυχτερινή έξοδο στη Νέα Υόρκη
Η έκθεση, λοιπόν, που εγκαινιάζεται απόψε στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη (Κουμπάρη 1, τηλ.: 210-3671000) τη ζωή του έρχεται να μας διηγηθεί ξανά. «Το Βυζάντιο του Βασίλη Φωτόπουλου», όπως είναι ο τίτλος της, παρουσιάζει τη ζωή του καλλιτέχνη μέσα από τα έργα του: μακέτες από πολύ γνωστές θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές, θεατρικά κοστούμια, ζωγραφικά έργα, άμφια, ασημένια και χρυσά σκεύη που ο ίδιος σχεδίασε και ανήκουν σε μοναστηριακές συλλογές της ελληνικής ενδοχώρας.


Μακέτα κοστουμιού για την ταινία «Αυτοκράτωρ Φωκάς» (1972)
Ενα ακόμη καλλιτεχνικό έργο είναι ο εκπληκτικός τόμος των 500 σελίδων «Βασίλης Φωτόπουλος», που επιμελήθηκε ο αδελφός του Διονύσης Φωτόπουλος και εκδόθηκε χάρη στη γενναιοδωρία των αγαπημένων φίλων του καλλιτέχνη Ντίνου και Ελένης Μαρτίνου. Στην πλούσια εικονογραφημένη έκδοση, εκτός από το σύνολο του πολύπλευρου έργου του, περιλαμβάνεται και μια επιλογή από συνεντεύξεις του. Ο Διονύσης Φωτόπουλος, διαπρεπής σκηνογράφος και ο ίδιος, επιμελήθηκε και την έκθεση στο Μπενάκη, ενώ την σχεδίασε η Λίλη Πεζανού. Θα διαρκέσει έως τις 27 Ιανουαρίου.

Γόνος αστικής οικογένειας, γεννήθηκε το 1934 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στον Εμφύλιο και ο Βασίλης με τον μικρό αδελφό του Διονύση και τη μητέρα τους εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Με την πρώτη του κιόλας δουλειά, το 1958 στην Εθνική Λυρική Σκηνή, έκανε επιτυχία. Ο τότε διευθυντής της ΕΛΣ Κ. Μπαστιάς του εμπιστεύθηκε τα σκηνικά και τα κοστούμια της όπερας «Σέρβα Παντρόνα» του Περγκολέζι. Ακολούθησαν η Τζοκόντα, ο Φάουστ, η Κασσιανή και η Αλκηστη, παραστάσεις που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Ταξίδεψε στην Ευρώπη (Μιλάνο, Σάλτσμπουργκ, Μόναχο, Λονδίνο) προκειμένου να παρακολουθήσει από κοντά τις εξελίξεις στο θέατρο και τα εικαστικά.


«Η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης» (λάδι σε λινό)
Οταν το 1962 επέστρεψε, συνεργάστηκε με μια πλειάδα σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Μποστ. Μετά τα δύο Οσκαρ (το 1963 και το 1964) βρέθηκε στην Αμερική όπου έζησε σχεδόν μια δεκαετία και δούλεψε για πολλές ταινίες, ανάμεσά τους και το «You're a Big Boy Now» του Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Το 1973, επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα και σκηνοθέτησε μια δική του ταινία, τον «Ορέστη». Στη Μεταπολίτευση συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου: «Οπερα της Πεντάρας» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν, «Σχολείο Εραστών» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, «Καζανόβα» του Διονύση Ρώμα, «Πρόσκληση» του Χαράλαμπου Τσικληρόπουλου με τον Μίνω Βολανάκη, «Λευκός Γάμος» με τον Γιώργο Λαζάνη, «Πάπισσα» με την Τζένη Καρέζη, «Λιρ» και «Θυσία του Αβραάμ» με τον Αλέξη Μινωτή.

«Κάπου, όμως, το θέατρο μου φαινόταν αλλιώτικο. Επαψε να με γεμίζει. Η ζωγραφική παραμόνευε. Δεν μ' ένοιαζε η τεχνική. Δεν ήθελα να λύσω αισθητικά προβλήματα ούτε να κατακτήσω μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους. Ζωγραφική σοφή και ωραία, για να καλύψετε το κενό πάνω από τον καναπέ σας, έχετε», σημείωνε στο ίδιο αυτοβιογραφικό του σημείωμα.

Κι έκανε ακριβώς αυτό με ευλαβική συνέπεια. Και μπορούσε με την ίδια ευκολία να σχεδιάζει εγκόλπια για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και την ίδια στιγμή να ζωγραφίζει τον Σάκη Ρουβά ως βασιλιά.