06 Φεβρουαρίου 2008

Φωτόπουλος Βασίλης


Αφοσιωμένος στην τέχνη ώς το τέλος


Εβαλα στο τελάρο τον εαυτό μου, έλεγε ο μεγάλος σκηνογράφος Bασίλης Φωτόπουλος
Του Γιωργου Δουατζη

«Το λευκό τελάρο είναι η δήλωση, ότι η ζωγραφική τα έχει πει όλα και φτάνεις έτσι, στο απόλυτο κενό» μου είχε πει, χρόνια πριν, ο Βασίλης Φωτόπουλος. Εφυγε οριστικά από κοντά μας, ταλαιπωρημένος από ανίατη ασθένεια στα εβδομήντα τρία του χρόνια. Χάθηκε στο απόλυτο κενό, λες και «τα είχε πει όλα», αφήνοντας ένα σημαντικό εικαστικό έργο και ένα τεράστιο ολόλευκο τελάρο να δηλώνει το ήθος του γνήσιου δημιουργού. Η συζήτηση μαζί του ήταν χαρά, μάθημα, πρόκληση σκέψης. Ο λόγος του κατασταλαγμένος, σοφός, μεστός νοημάτων και διαρκούς αναζήτησης μιας δικής του αλήθειας.

Για την τέχνη που υπηρέτησε δεκαετίες, έλεγε: «Η βάση της σκηνογραφίας είναι η ζωγραφική. Απαιτεί βέβαια μια ιδιαίτερη παιδεία. Ο σκηνογράφος πρέπει να ξέρει να αποκρυπτογραφήσει τα σημαίνοντα, ώστε να τα κάνει εικαστικά σύμβολα. Να καταλάβει ότι μια τραγωδία μπορεί πολύ δύσκολα να παιχτεί στο φως. Να ξέρει τις επιδράσεις των χρωμάτων στην ψυχολογία του θεατή».

Καταφύγιό του ήταν για πολλά χρόνια ένα σπίτι στην Παιανία, πνιγμένο στο πράσινο, με δεκάδες πίνακες ζωγραφικής. Πίνακες με ογκώδη ανθρώπινα σώματα που είχαν δυσανάλογα μικρά κεφάλια και βλέμμα φοβισμένο στραμμένο ψηλά, με δέος και έκπληξη, γιατί όπως πίστευε, «πάντα από ψηλά έρχεται το κακό».

Εμαθε στο μοναστήρι

Καθώς έλεγε, έμαθε θέατρο στο μοναστήρι του Βουλκάνου. «Ο δεσπότης Δασκαλάκης μού έμαθε ότι η λειτουργία δεν είναι παρά μια επαναλαμβανόμενη παράσταση της ζωής του Χριστού, και ο Χρυσόστομος με τον Βασίλειο την προσάρμοσαν στα πρότυπα της αττικής τραγωδίας. Μέσα από αυτή την επαφή της με το αρχαίο θέατρο, η Ορθόδοξη Εκκλησία συντηρεί τις αρχαίες χειρονομίες. Αυτό με επηρέασε πολύ βαθιά, σε ευαίσθητη ηλικία από εννέα έως δεκαοχτώ ετών». Γνώριζε την κλασική αρχαιότητα, τον βυζαντινό πολιτισμό, την ορθόδοξη παράδοση, την πολιτική ιστορία. Ηταν αισιόδοξος γιατί διάβαζε ιστορία και πικραμένος που «η Ευρώπη έχει καταργήσει όλες τις ρομαντικές επιθυμίες. Ο χριστιανισμός καταργήθηκε από τους γραφειοκράτες, που τον μετέβαλαν σε στατικό γραφείο πλουτισμού. Ο κομμουνισμός με τη νομενκλατούρα το ίδιο. Και οι λαοί περίμεναν το καλύτερο αύριο».

Ονειρευόταν μια δημοκρατία στην οποία οι ψηφοφόροι θα ήταν υψηλού πνευματικού επιπέδου, με εξασφαλισμένο εισόδημα και σεβασμό στους τάφους των προγόνων. «Πρέπει, επιτέλους, η έννοια δημοκρατία να αναθεωρηθεί από τη βάση της, να τολμήσουμε να πούμε ότι δεν μπορεί η ψήφος των σκεπτόμενων ανθρώπων να εξανεμίζεται από αυτή των ρουσφετοσκεπτόμενων ανθρώπων. Πιστεύω σε μια δημοκρατία πεπαιδευμένων ανθρώπων. Ο λαϊκισμός των κυβερνώντων έναντι οιουδήποτε τιμήματος δεν έχει μέλλον. Ελπίζω οι ξένοι που μορφώθηκαν με τις αρετές της ελληνικής δημοκρατίας κι έχουν συνειδητοποιήσει αυτές τις αξίες, να μας επιβάλουν αυτό που δεν κάναμε».

«Ενα μικρό πετραδάκι»

Πίστευε ότι «όταν μιλάμε για ελληνική ταυτότητα πρέπει να την ψάξουμε στην παγκόσμια εξέλιξη των τεχνών και του πολιτισμού και όχι στον τόπο μας».

Οταν τον ρωτούσες για την προσφορά του στην πολιτιστική παραγωγή, απαντούσε με μια μικρή ιστορία: «Βρισκόμαστε με τον Τσαρούχη στη Βέροια και άρχισε να μου σέρνει διάφορα, ότι θέλω να αρέσω, να κολακεύομαι κ.λπ. Απέναντί μας ήταν ένα σπίτι νεοκλασικό. Του λέω: Γιάννη, βλέπεις αυτό το σπίτι; Αυτό το σκαλιστό πάνω από την πόρτα είσαι εσύ. Αυτό το φουρούσι στο μπαλκόνι είναι ο Γκόγια. Το πανωκάσι είναι ο Μιχαήλ Αγγελος. Αυτά όμως στηρίζονται σε χιλιάδες πετραδάκια που αποτελούν τη λιθοδομή του σπιτιού. Εγώ είμαι χαρούμενος που είμαι ένα απ’ αυτά. Δεν είμαι λιθάρι σε ένα χωράφι, αλλά συγκροτώ το οικοδόμημα αυτό. Χαρίστηκε ο Θεός σε σένα να έχεις το ταλέντο σου, εμένα μου αρέσει όμως, γιατί συμμετέχω στη διεργασία του πολιτισμού».

Ομορφος, με ματιά καθαρή. Ηταν. Κι έλεγε: «Δεν είμαι απελπισμένος. Εβαλα στο τελάρο τον εαυτό μου. Ας φύγουν τα έργα από μένα… Οταν πήγα τους πίνακες για φωτογράφηση, το σπίτι ήταν αριστούργημα γυμνό. Είχε αποκτήσει τις σκιές του, τις σιωπές του». Τώρα έφυγες εσύ από τα έργα, Βασίλη, και το σπίτι απόκτησε μια ισόβια σιωπή…