28 Ιουλίου 2010

Ταξίδι στο παρελθόν,πόσο κοντά είμαστε;



Τώρα ο καθηγητής Σιθ Λόιντ και οι συνεργάτες στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ», φιλοδοξούν να πάνε ακόμα παραπέρα, αξιοποιώντας ένα άλλο κβαντικό φαινόμενο, την «μετα-επιλογή», προκειμένου να ταξιδέψουν ανάποδα στον χρόνο. Όπως δήλωσε ο

Λόιντ στο περιοδικό “Technology Review” (Τεχνολογική Επιθεώρηση), «είναι δυνατό για τα σωματίδια (και, θεωρητικά, για τους ανθρώπους) να ταξιδέψουν στο τούνελ του χρόνου, από το μέλλον προς το παρελθόν». Οι ερευνητές του ΜΙΤ θεωρούν ότι αν συνδυαστούν τα φαινόμενα του «κβαντικού εναγκαλισμού» και της «κβαντικής μετα-επιλογής», είναι η εφικτή η τηλεμεταφορά στο παρελθόν.

Αντίθετα με άλλες θεωρίες τηλεμεταφοράς στον χρόνο, η συγκεκριμένη κβαντική θεωρία αποφεύγει διλήμματα και παράδοξα που προκύπτουν από ένα τέτοιο ταξίδι στον χρόνο (του τύπου «αν φρόντισα ο μπαμπάς και η μαμά μου να μη συναντηθούν ποτέ στο παρελθόν, τότε εγώ πώς υπάρχω σήμερα;» ή «αν σκότωσα τον παππού μου όταν τον συνάντησα στο παρελθόν, τότε πώς εγώ γεννήθηκα και πώς γίνεται μετά να ταξίδεψα στο παρελθόν κοκ;»). Επιπλέον, αντίθετα με άλλες θεωρίες «επιστροφής στο μέλλον», η κβαντική χρονομηχανή δεν προϋποθέτει την κάμψη του χωροχρόνου (κάτι που υποτίθεται ότι κάνουν οι μαύρες τρύπες, όμως ένα ταξίδι μέσω αυτών φαντάζει ιδιαίτερα απίθανο από πρακτική άποψη…). Φυσικά και το κβαντικό ταξίδι στο παρελθόν δεν φαντάζει προς το παρόν πιο κοντά στην πραγματικότητα, καθώς δεν είναι παρά μια αμφιλεγόμενη θεωρία και πολλοί φυσικοί δεν πιστεύουν ότι μπορεί ποτέ να υλοποιηθεί. Πάντως η ομάδα του ΜΙΤ την παρουσίασε με τίτλο «Η κβαντομηχανική του ταξιδιού στον χρόνο μέσω μετα-επιλεγμένης τηλεμεταφοράς» στο arxiv.org – Quantum Physics.

(από tro-ma-ktiko)

18 Ιουλίου 2010

15 Ιουλίου 2010

Οι άνδρες προτιμούν γυναίκες με μικρό πέλμα....




Ποιο από τα δύο πρόσωπα που εικονίζονται δεξιά βρίσκετε πιο ελκυστικό; Αν επιλέξατε το πρόσωπο στα αριστερά, τότε η άποψή σας συμπίπτει με εκείνη των περισσότερων ανδρών.
Η αριστερή εικόνα αποτελεί ουσιαστικώς μια σύνθεση εικόνων του προσώπου οκτώ γυναικών με... μικρό μέγεθος πέλματος. Αντιθέτως η δεξιά εικόνα αποτελεί σύνθεση εικόνων του προσώπου οκτώ γυναικών με μεγάλο... νούμερο παπουτσιού.

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Αλμπανι στη Νέα Υόρκη ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες με μικρότερο μέγεθος πέλματος έχουν πιο όμορφο πρόσωπο: έτσι τουλάχιστον έκριναν 77 ετεροφυλόφιλοι άνδρες που συμμετείχαν στη μελέτη των ειδικών. Πιο ελκυστικές ήταν επίσης, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, οι γυναίκες με μεγαλύτερα μηριαία οστά και στενούς γοφούς καθώς και όσες ήταν ψηλές.
Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους, οι ερευνητές μέτρησαν το μήκος των χεριών, των ποδιών, των μηρών και την περιφέρεια των γοφών 60 φοιτητριών. Στη συνέχεια δημιούργησαν συνθέσεις του προσώπου των γυναικών: στη μια ομάδα εικόνων περιλαμβάνονταν τα χαρακτηριστικά γυναικών με τις μεγαλύτερες μετρήσεις, ενώ στη δεύτερη τα χαρακτηριστικά γυναικών με τις μικρότερες μετρήσεις.

Τις εικόνες κλήθηκαν να κρίνουν 77 νεαροί άνδρες. Οπως έδειξαν τα αποτελέσματα, οι άνδρες είχαν 3,5 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να κρίνουν ως πιο ελκυστικές τις γυναίκες με μικρό πέλμα και σχεδόν 10πλάσιες πιθανότητες να τις κρίνουν ως πιο θηλυκές. Παράλληλα είχαν 11πλάσιες πιθανότητες να επιλέξουν ως πιο ελκυστικά τα πρόσωπα γυναικών με στενούς γοφούς και οκταπλάσιες πιθανότητες γυναίκες με μακριούς μηρούς.



Δεν ξέρουν τι θέλουν οι γυναίκες


Οι ερευνητές διεξήγαν αντίστοιχη μελέτη σε 82 γυναίκες από τις οποίες ζήτησαν να κρίνουν τις συνθέσεις εικόνων του προσώπου 67 ανδρών. Τα αποτελέσματα σε αυτήν την περίπτωση ήταν πιο ασαφή: οι γυναίκες έκριναν ως πιο ελκυστικά τα πρόσωπα ανδρών που είχαν μακρύ κορμό αλλά και μικρό καρπό.

Οπως εξήγησε ο δρ Ατκινσον, οι γυναίκες δεν εμφανίζουν σταθερή προτίμηση προς έναν τύπο ανδρών και αυτό διότι, εξελικτικώς, οι πολύ ελκυστικοί άνδρες αποτελούν «δίκοπο μαχαίρι»: παρέχουν καλά γονίδια στη σύντροφο για την απόκτηση απογόνων, ωστόσο τελικά μπορεί να εγκαταλείψουν τη γυναίκα προς... άγραν άλλης «λείας» αφήνοντάς τη μόνη να μεγαλώσει τα τέκνα!

Πηγή: www.tovima.gr

10 Ιουλίου 2010

H ενσυναίσθηση του πόνου των άλλων .....


 Το ότι οι άνθρωποι -αλλά και τα περισσότερα ανώτερα θηλαστικά- είναι ικανοί να αντιλαμβάνονται, να συναισθάνονται και να βιώνουν τα αισθήματα της χαράς ή του πόνου που αισθάνεται ένα τρίτο πρόσωπο είναι μια κοινότοπη διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από την καθημερινή μας εμπειρία.

Λιγότερο κοινότοπη αποδεικνύεται η κατανόηση των νευροεγκεφαλικών μηχανισμών στις οποίες βασίζεται και των βιοψυχολογικών αναγκών που ικανοποιεί αυτή η σχεδόν μαγική ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε, και κυρίως να βιώνουμε σε πρώτο πρόσωπο, τις εσωτερικές και προσωπικές εμπειρίες των άλλων. Αυτή η αδιαφανής και μέχρι πρόσφατα παρεξηγημένη βιολογική μας ικανότητα, η οποία περιγράφεται από τους ειδικούς ως «ενσυναίσθηση», αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης των νευροεπιστημών. Χάρη σε αυτόν τον διεπιστημονικό τομέα έρευνας -που περιλαμβάνει τη νευρολογία, τη νευροβιολογία, τη νευροψυχολογία και κάποιες γνωσιακές επιστήμες- αρχίζουμε να κατανοούμε τις νευροφυσιολογικές προϋποθέσεις και τις ψυχοβιολογικές λειτουργίες του φαινομένου της ενσυναίσθησης.

Αν, όπως επιβεβαιώνουν οι πιο πρόσφατες έρευνες, η «ενσυναίσθηση», δηλαδή η μη συνειδητή και συνεπώς η μη λεκτική ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε νοητικά τα προσωπικά βιώματα των συνανθρώπων μας, αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις όχι μόνο της κοινωνικής μας ζωής, αλλά και της βιολογικής επιβίωσής μας ως κοινωνικών όντων, τότε θα πρέπει να βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου μας: να είναι δηλαδή εγγεγραμμένη στα λειτουργικά νευρωνικά κυκλώματα της πολύπλοκης μηχανής του νου που βρίσκεται μέσα στο κρανίο μας.


Ολα τα ευγενή μας συναισθήματα -η συμπόνια, ο αλτρουισμός, ακόμη και ο έρωτας- εξαρτώνται από αυτή την ιδιαίτερα αναπτυγμένη ικανότητα του είδους μας για ενσυναίσθηση. Για παράδειγμα, η Μαρία, ένα συμπαθητικό κοριτσάκι τριών ετών, βρίσκεται στην παιδική χαρά και βλέπει τον Γιώργο, ένα άγνωστο συνομήλικο παιδάκι, να κλαίει σπαραχτικά επειδή έπεσε από την κούνια. Η άμεση αντίδρασή της είναι να βάλει κι αυτή τα κλάματα και αμέσως μετά να του προσφέρει την αγαπημένη της κούκλα για να τον παρηγορήσει. Και θα ήταν μεγάλο σφάλμα να πιστέψει κανείς ότι τέτοιες εκδηλώσεις ενσυναίσθησης του πόνου των άλλων αφορούν μόνο τα νήπια. Πώς όμως θα μπορούσαμε να ορίσουμε αυτή την ευχέρεια των περισσότερων ανθρώπων να αναγνωρίζουν και να βιώνουν οι ίδιοι τις εμπειρίες και τα συναισθήματα των άλλων;

Οι σημερινοί νευροεπιστήμονες και οι εξελικτικοί ψυχολόγοι υιοθέτησαν την έννοια «empathy», η οποία ορθά αποδίδεται στα ελληνικά ως «ενσυναίσθηση» και όχι βέβαια ως «εμπάθεια» ή ως «συμπάθεια», έννοιες που έχουν εντελώς διαφορετική σημασία. Στην προσπάθειά μας να ορίσουμε αυτή τη μάλλον ασαφή και σκοτεινή έννοια ανατρέξαμε σε ένα σύγχρονο Λεξικό Ψυχολογίας. Εκεί βρήκαμε τον ακόλουθο ορισμό: «Η ικανότητα ενός ατόμου να κατανοεί και να συμμερίζεται τα συναισθήματα, τις σκέψεις, και τις ανησυχίες ενός άλλου ανθρώπου "σαν να" ήταν αυτός ο άλλος, διατηρώντας όμως την ακεραιότητά του» (βλ. Λεξικό Ψυχολογίας, εκδ. Τόπος, 2008). Μολονότι, σχετικά ακριβής, αυτός ο ορισμός περιορίζει την ενσυναίσθηση σε ένα τυπικά ανθρώπινο ψυχολογικό φαινόμενο, παραβλέποντας το γεγονός ότι έχει συχνά διαπιστωθεί σε όλα τα ανώτερα θηλαστικά· και επιπλέον παραλείπει κάθε αναφορά στο πώς αυτή η νοητική λειτουργία αναδύεται πάντα μέσα από συγκεκριμένους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς.



Τα μολυσματικά συναισθήματα



Για να κατανοήσουμε πώς η σύγχρονη νευροεπιστήμη επιχειρεί να εξηγήσει αυτό το αινιγματικό βιο-ψυχολογικό φαινόμενο, θα παρουσιάσουμε πολύ συνοπτικά την άποψη της Frederique de Vignemont, διακεκριμένης γνωσιακής νευροψυχολόγου, η οποία έχει από καιρό επικεντρώσει τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα στη μελέτη των μηχανισμών της ανθρώπινης ενσυναίσθησης του πόνου.

Οπως συστηματικά υπογραμμίζει σε πρόσφατα δημοσιευμένα κείμενά της, το συναίσθημα του πόνου είναι διττής φύσεως: πρόκειται για μια εμπειρία αισθητηριακή και ταυτόχρονα συναισθηματική. Σε ένα τυπικά νευρολογικό-αισθητηριακό επίπεδο ανάλυσης οι άνθρωποι αισθάνονται την ένταση του πόνου σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του σώματός τους. Σχεδόν παράλληλα, σε ένα συναισθηματικό - ψυχολογικό επίπεδο ανάλυσης, ο πόνος βιώνεται ως δυσάρεστο συναίσθημα. Συνεπώς, ό,τι οι ειδικοί περιγράφουν ως η «μήτρα του πόνου» περικλείει, από νευροφυσιολογικής απόψεως, δύο διακριτά εγκεφαλικά δίκτυα που ενεργοποιούνται παράλληλα όταν πονάμε: ένα αισθητηριακό και ένα συναισθηματικό.

Τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας όταν βλέπουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να σφαδάζει από τον πόνο ή ένα παιδάκι να κλαίει απαρηγόρητο; Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι όχι απλώς αντιλαμβανόμαστε και επεξεργαζόμαστε συνειδητά τον πόνο τους, αλλά, ώς έναν βαθμό, βιώνουμε προσωπικά τον πόνο τους. Πώς όμως είναι δυνατόν να βιώνουμε ή να μοιραζόμαστε το συναίσθημα ενός άλλου προσώπου;



Η νευροεπιστήμη άρχισε να λύνει το αίνιγμα της ενσυναίσθησης


Μόνο τα τελευταία χρόνια, χάρη στην εντυπωσιακή πρόοδο των νευροεπιστημών, αρχίζουμε να κατανοούμε τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την ανάδυση αυτών των αξιοπερίεργων «ψυχολογικών» μας ικανοτήτων. Για παράδειγμα, από τις πρωτοποριακές έρευνες πάνω στους «νευρώνες - καθρέπτες» προκύπτει ότι η θέα και μόνο του πόνου των άλλων ενεργοποιεί αυτά τα νευρωνικά κυκλώματα που μας επιτρέπουν να βιώνουμε τις συναισθηματικές συνέπειες του πόνου των άλλων μολονότι δεν ασκούνται πάνω στο σώμα μας τα «πραγματικά» αίτια του πόνου.

Χάρη σε πιο πρόσφατες νευροψυχολογικές αναλύσεις των αισθημάτων του πόνου, μεταξύ των οποίων και οι μελέτες της Frederique de Vignemont, αποσαφηνίστηκαν οι διαφορές μεταξύ της ενσυναίσθησης, της συμπάθειας και της μολυσματικής δράσης των αλγογόνων αισθημάτων. Για παράδειγμα, μόλις ο Κωστάκης εμβολιάζεται στην παιδική κλινική, αρχίζει να κλαίει. Η νοσοκόμα που του κάνει την ένεση νιώθει συμπάθεια, δηλαδή κατανοεί τι αισθάνεται το παιδί, αλλά δεν βιώνει τα αισθήματά του, διαφορετικά θα της ήταν αδύνατον να κάνει καλά τη δουλειά της! Ενώ η μητέρα του παιδιού βιώνει προσωπικά τον πόνο του Κωστάκη, χάρη στη σχέση ενσυναίσθησης που υπάρχει ανάμεσά τους. Αντίθετα, η Μαρία, η μεγαλύτερη αδελφή του παιδιού, στο θέαμα του αδελφού της που κλαίει σπαραχτικά, παγώνει λες και υποβάλλουν την ίδια σε εμβολιασμό. Σε αυτή την περίπτωση, πρόκειται για τη μολυσματική δράση του πόνου: πρόκειται για μια εγωκεντρική και σχεδόν αυτιστική αντίδραση στον πόνο των άλλων.

Ενώ η ενσυναίσθηση και η συμπάθεια αποτελούν ένα άνοιγμα στα συναισθήματα των άλλων, η μολυσματική δράση του πόνου είναι εσωστρεφής· αφού ως ψυχολογική αντίδραση επικεντρωνόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό όταν βρισκόμαστε απέναντι στον πόνο ενός τρίτου προσώπου.

(από enet.gr)