26 Ιανουαρίου 2010

Οι πρώτοι Κρητικοί ήρθαν από τη Λιβύη .....




Οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης δεν ήρθαν από τις Κυκλάδες, όπως όλοι πίστευαν μέχρι τώρα, ούτε έφτασαν πριν από λίγες χιλιάδες χρόνια. Μάλιστα, μπορεί να μην ανήκαν, καν, στην κατηγορία του Χόμο Σάπιενς.
Οπως δείχνει επιφανειακή έρευνα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, στην Κρήτη πρώτοι ίσως και να έφτασαν άνθρωποι της κατηγορίας Χόμο Χαϊντελμπεργκένσις (του Ανθρώπου της Χαϊδελβέργης, που αποτελούσε ένα σκαλοπάτι ανάμεσα στον Χόμο Ερέκτους και στον Χόμο Σάπιενς). Ηρθαν από τη Λιβύη, επομένως χρησιμοποίησαν πλοίο και μάλιστα ανοιχτής θαλάσσης, γύρω στα 130.000 χρόνια πριν.
Τα ευρήματα του Κέρτις Ράνελς, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, της αρχαιολόγου Ελένης Παναγοπούλου, του Τόμας Στράσερ και των συνεργατών τους είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επιφανειακή έρευνα στην περιοχή από τον Πλακιά έως τον Αγιο Παύλο (συμπεριλαμβανομένης και της Πρέβελης) έδειξε πως σε τουλάχιστον οκτώ θέσεις υπήρχαν εγκαταστάσεις που ανάγονται τουλάχιστον στο 130.000 π.Χ.
Αψευδείς μάρτυρες είναι τα ίδια τα αντικείμενα που εντοπίσθηκαν και είναι λίθινα εργαλεία: μικρά τσεκούρια, εργαλεία κοπής και ξέστρα που χρονολογήθηκαν στην Κατώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Θα μελετηθούν σε συνδυασμό με παλαιολιθικά ευρήματα στη νήσο Γαύδο, τα οποία αποκτούν τώρα ακόμα μεγαλύτερη σημασία.
Περίπου δύο χιλιάδες αντικείμενα εντοπίσθηκαν στην Κρήτη και τα 300 από αυτά μπροστά ή κοντά σε σπήλαια και σε πηγές νερού. Μερικά βρέθηκαν σε γεωλογικά άνδηρα σε ύψος 92 μέτρων από τη σημερινή επιφάνεια της θαλάσσης, αν και οι επιστήμονες πιστεύουν πως όταν τα σπήλαια κατοικούνταν θα πρέπει να ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα. Η χρονολόγηση έγινε και με βάση τα γεωλογικά δεδομένα σε πέντε από τις 28 συνολικά θέσεις και έδωσε ως όριο το 130.000 π.Χ. και πίσω. Δηλαδή, κάποια μπορεί να είναι και παλαιότερα. Πάντως δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη σκελετικά κατάλοιπα που θα καθόριζαν τις εξελίξεις.

Μέχρι τώρα η πρώτη βεβαιωμένη περίπτωση ναυσιπλοΐας ήταν πριν από 60.000 χρόνια ανάμεσα σε Ταϊλάνδη και Αυστραλία. Επίσης, ανατρέπει στερεότυπα σύμφωνα με τα οποία οι άνθρωποι που πέρασαν από την Αφρική στην Ευρώπη το έκαναν μέσω Γιβραλτάρ.
(από http://www.ethnos.gr/)

19 Ιανουαρίου 2010

11 Ιανουαρίου 2010

τα πόδια και η προσωπικότητα.....


Μια μυστική γλώσσα του σώματος με την οποία οι άνθρωποι «περνάνε» μηνύματα στους άλλους


Το σώμα έχει γενικά τη δική του γλώσσα, τα μάτια λένε πολλά χωρίς λόγια, αλλά φαίνεται πως υπάρχει μια ακόμη «γλώσσα», αυτή των ποδιών. Ένας κορυφαίος Βρετανός ψυχολόγος, που μελετά το ζήτημα εδώ και δεκαετίες, ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε άλλη μια «οδό» επικοινωνίας, με την οποία όλοι οι άνθρωποι, ιδίως οι γυναίκες, στέλνουν μυστικά μηνύματα στους γύρω τους και το κάνουν με τα πόδια τους, χωρίς οι περισσότεροι από εμάς να έχουμε καν ιδέα ότι αυτό συμβαίνει.

Η ανακάλυψη έγινε από τον καθηγητή Τζιόφρι Μπίτι, επικεφαλής της σχολής ψυχολογικών επιστημών του πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, σύμφωνα με τη βρετανική «Telegraph». Η έρευνα, που έγινε για λογαριασμό της εταιρίας κατασκευής υποδημάτων Τζέφερι Γουέστ, έδειξε ότι αν μια γυναίκα επιθυμεί έναν άνδρα και γελά, όταν μιλά μαζί του, τα πόδια της ασυνείδητα απομακρύνονται από το σώμα της και παίρνει μια στάση με πιο ανοικτά πόδια, σαφείς ενδείξεις ότι ο συνομιλητής της την ελκύει σεξουαλικά. Αν όμως τα πόδια της είναι σταυρωμένα ή διπλωμένα κάτω από το σώμα της, την ώρα που μιλά σε έναν άνδρα, τότε μάλλον δεν έλκεται από αυτόν.
Οι άνδρες, αντίθετα με τις γυναίκες, δεν «σηματοδοτούν» σεξουαλική έλξη με τα πόδια τους. Οι ψεύτες κρατάνε τα πόδια τους αφύσικα ακίνητα, ώστε υποσυνείδητα να μην δίνουν στόχο και τους προσέχουν οι άλλοι. Οι γυναίκες κρίνουν τους άνδρες σε μεγάλο βαθμό από τα παπούτσια που φοράνε, πόσο είναι στιλάτα, καθαρά και ακριβά (ή τουλάχιστον φαίνονται να είναι!).

Αν ένας άνδρας είναι νευρικός, θα το δείξει αυξάνοντας τις κινήσεις των ποδιών του. Αντίθετα, οι γυναίκες, όταν είναι νευρικές, κρατάνε τα πόδια τους ακίνητα. Οι κυριαρχικοί τύποι ανδρών και γυναικών κάνουν συγκριτικά λιγότερες κινήσεις ποδιών, γιατί τους αρέσει να ελέγχουν όχι μόνο το περιβάλλον τους, αλλά και το σώμα τους. Οι εξωστρεφείς κάνουν το ίδιο (λίγες κινήσεις), όπως και οι αλαζόνες και εγωιστές, αλλά για άλλους λόγους, ενώ οι ντροπαλοί κάνουν συχνές κινήσεις με τα πόδια τους.

Ο Μπίτι (που είναι ο αρμόδιος ψυχολόγος για τα σόου του Big Brother στη Βρετανία) ανέφερε ότι οι άνθρωποι μπορούν ευκολότερα να έχουν επίγνωση των μηνυμάτων που μεταδίδουν με τα χέρια ή τις εκφράσεις του προσώπου τους, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τα πόδια τους. «Η μυστική γλώσσα των ποδιών μπορεί να αποκαλύψει πολλά για την προσωπικότητά μας, τι σκεφτόμαστε για το πρόσωπο με το οποίο συνομιλούμε και γενικότερα για τη συναισθηματική και ψυχολογική μας κατάσταση. Είναι ένα πραγματικά γοητευτικό μη λεκτικό κανάλι επικοινωνίας», πρόσθεσε και τόνισε ότι ακριβώς επειδή είναι κατ' εξοχήν ασυνείδητο, είναι πιο αξιόπιστο όσον αφορά τα μηνύματα που μεταφέρει.

(από Καθημερινή)

07 Ιανουαρίου 2010

"HOME" - a film by Yann Arthus-Bertrand





απόσπασμα από ντοκυμαντερ του Yann Arthus Bertrand....

06 Ιανουαρίου 2010

Σουν Τζου...η τέχνη του πολέμου....



ένας αρχαίος κινέζος συγγραφέας μιλά για μια άλλη τέχνη, αυτή του πολέμου

Κάθε πόλεμος βασίζεται στο κατά πόσον ο ένας αντίπαλος καταφέρνει να εξαπατήσει τον άλλον με μεγαλύτερη επιτυχία. Η επίδειξη αδυναμίας είναι συχνά ένα μεγάλο όπλο που τις περισσότερες φορές καταφέρνει να παραπλανήσει τους αντιπάλους και να τους κάνει να αισθανθούν υπεροχή. Όσο περισσότερο προσποιούμαστε αδυναμία και υποχωρητική διάθεση τόσο ο αντίπαλος υπερεκτιμά τις ικανότητες και τις επιτυχίες του. Στην πραγματικότητα όμως σιγά - σιγά αποδυναμώνεται και εξαντλείται με αποτέλεσμα., όταν εμείς αντεπιτεθούμε δεν είναι προετοιμασμένος γι' αυτό ούτε και το αναμένει. Η τακτική της εξαπάτησης του αντιπάλου είναι χρέος του πολεμιστή καθώς στον πόλεμο δεν ισχύει καμιά από τις συμβάσεις της ειρήνης.

Είπαν κάποιες φωνές πως η ειρήνη είναι ένα τέχνασμα της πολεμικής στρατηγικής κι ουσιαστικά δεν υπάρχει. Είπαν άλλες φωνές πάλι ότι αν θέλουμε ειρήνη πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τον πόλεμο. Ο καλύτερος τρόπος εδραίωσης της ειρήνης είναι η καλή γνώση των πολεμικών τακτικών, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο. Όσο περισσότερο σεβόμαστε εκείνον που έχουμε απέναντί μας, τόσο πιο προσεκτικά τον αντιμετωπίζουμε. Ο σεβασμός στον αντίπαλο είναι το μυστικό κλειδί που καθορίζει τη στάση μας. Η αλαζονεία, που από τους αρχαίους Έλληνες αποκαλέστηκε «ύβρις», επισύρει αργά ή γρήγορα την καταστροφή του αλαζόνα.

Το έργο του κινέζου Σουν Τζου «Η τέχνη του πολέμου», θεωρητικού της στρατηγικής, έχει διαβαστεί από πάρα πολλές γενιές επίδοξων στρατηγών, σύγχρονων μάνατζερς και προπονητών αθλητικών ομάδων. Πρόκειται για ένα δοκίμιο περί της «τέχνης του πολέμου», που δημιουργήθηκε πριν από 2.500 χρόνια κι όμως παραμένει εξαιρετικά σύγχρονο. Σύμφωνα με τους κινέζους ερευνητές που αποκατέστησαν το έργο του Σουν Τζου, τα κείμενα αυτά βρέθηκαν το 1972 σε τάφους που χρονολογούνται γύρω στο 140 - 118 π. Χ. και ήταν γραμμένα πάνω σε λωρίδες από μπαμπού. Σύμφωνα άλλωστε και με τις πρώτες ανακοινώσεις που πραγματοποιήθηκαν, τα αποσπάσματα που βρέθηκαν δεν ανήκαν σε έναν μόνο συγγραφέα. Αναφορά στο αρχαίο αυτό δοκίμιο έγινε από την ελληνική έκδοση του έργου του B. H. Liddell Hart “Stragedy” (ΓΕΣ 1963). Το έργο της αποκατάστασης και ανασύνθεσης του έργου αυτού φαίνεται πως ολοκληρώθηκε το 1991 σε αγγλική έκδοση, σχολιασμένο από το συγγραφέα James Clavell.

Μας ξαφνιάζει ενίοτε η αναφορά στον πόλεμο, μας προβληματίζει πολύ περισσότερο η αναφορά στην τέχνη που μπορεί να τον διέπει. Έχουμε συχνά συνδεδεμένο στο νου μας τον πόλεμο με τον θάνατο, με την καταστροφή που τον διαδέχεται και με τον ανθρώπινο πόνο, που κάθε πόλεμος προκαλεί. Ο πόλεμος είναι εν γένει μια έννοια συνδεδεμένη με την κατάκτηση, με την καταπάτηση δικαιωμάτων των ανθρώπων. Διαβάζουμε στο κείμενο του Σουν Τζου: «Σε όλη την ιστορία δεν υπάρχει περίπτωση μιας χώρας που να ωφελήθηκε από έναν παρατεταμένο πόλεμο». Και πιο κάτω: «Μόνο κάποιος που γνωρίζει τα καταστροφικά αποτελέσματα ενός μακροχρόνιου πολέμου, μπορεί να κατανοήσει τη μεγάλη σπουδαιότητα της γρήγορης λήξης του.»

Έχοντας υπόψη τα σύγχρονα βιώματα της εποχής μας και τις συνέπειες της διεξαγωγής πολέμων στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, βρίσκουμε το αρχαίο αυτό κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το έργο έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους. Η πιο πρόσφατη έκδοση είναι από τον «Περίπλου», το 2003 . Το έργο διαιρείται σε 13 κεφάλαια και κάθε ένα αναφέρεται σε ένα διαφορετικό ζήτημα. Υπάρχουν δυο τρόποι να δει κάποιος, αυτό το κείμενο. Ο κυριολεκτικός και ο μεταφορικός, ο πρώτος αφορά τον τόπο της μάχης και ο δεύτερος τον τόπο του καθημερινού ανταγωνιστικού κόσμου.

(από http://www.lexima.gr/lxm/read-98.html)

εικόνες ....


   Καππαδοκία....

05 Ιανουαρίου 2010

«Κερκυραϊκό» το ημερολόγιο στον Μηχανισμό των Αντικυθήρων....



Με τη βορειοδυτική Ελλάδα συνδέεται ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων και όχι με την Αλεξάνδρεια, τη Ρόδο ή τη Μικρά Ασία, όπως εθεωρείτο μέχρι τώρα, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής, η απόφοιτη του τμήματος Φυσικής και του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Μαγδαληνή Αναστασίου.

Το μεγαλύτερο θραύσμα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, το οποίο περιέχει 27 οδοντωτούς τροχούς
Η ίδια, βάσει της νέας επιστημονικής έρευνάς της, καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα πως ο κατασκευαστής του μηχανισμού δεν ακολουθούσε τον ελικοειδή τρόπο του Αρχιμήδη στην κατασκευή των σπειρών στο πίσω μέρος του μηχανισμού, αλλά έναν απλούστερο.

Μέχρι τώρα η έρευνα πάνω στον μηχανισμό κινούνταν γύρω από την ανάλυση και την επεξεργασία των εικόνων και των τομογραφιών που έχουν ληφθεί, σχετικά με το πόσα γρανάζια διαθέτει ο μηχανισμός, πόσα δόντια έχουν αυτά τα γρανάζια, καθώς και τα γράμματα που είναι σκαλισμένα πάνω του.
Η Μ. Αναστασίου προσέγγισε τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων από την πλευρά της Αστρονομίας. «Αναπτύξαμε ένα πρόγραμμα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και εξετάσαμε τη σειρά και τη σύνδεση ορισμένων αστρικών γεγονότων, αλλά και αθλητικών αγώνων, που αναγράφονται πάνω στο μηχανισμό, ώστε να μπορέσουμε να συμπληρώσουμε το παζλ», μας λέει. Εντύπωση προκάλεσε ότι, μεταξύ των γνωστών πανελλήνιων στεφανιτών αγώνων, όπως οι Ολυμπιακοί, τα Πύθια, τα Ισθμια και τα Νέμεα, αναφέρονται και οι αγώνες της Δωδώνης, που γίνονταν στην πόλη «Νάια». Αγώνες όχι τόσο σημαντικοί όσο οι προηγούμενοι, οπότε, μόνο κάποιος που είχε ειδικό ενδιαφέρον γι' αυτούς, κάποιος που ζει στην περιοχή, θα σημείωνε την ημερομηνία που τελούνταν.

«Καταφέραμε να ταυτίσουμε τους 7 από τους 12 μήνες του ημερολογίου με το ημερολόγιο της βορειοδυτικής Ελλάδας», υπογραμμίζει η Μ. Αναστασίου.

Σύμφωνα με τον καθηγητή του τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ, Ιωάννη Σειραδάκη, που επιβλέπει τη διατριβή, τα αστρικά φαινόμενα αλλάζουν θέση σύμφωνα με το σημείο πάνω στη Γη από το οποίο τα παρατηρεί κανείς. «Αυτός που τα σημείωσε πάνω στον μηχανισμό, τα σημείωσε όπως τα έβλεπε από το γεωγραφικό πλάτος από το οποίο τα παρατηρούσε. Και αυτό επίσης ταιριάζει με την περιοχή της ΒΔ Ελλάδας», προσθέτει ο Ι. Σειραδάκης. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι αυτά τα γεγονότα ταυτίζονται περισσότερο με το ημερολόγιο της βορειοδυτικής Ελλάδας, παρά με της Αθήνας ή της Ρόδου ή της Μικράς Ασίας. «Ο μηχανισμός συμπίπτει κατά 100% με το ημερολόγιο της Κέρκυρας και του Βουθρωτού και κατά 85% με το ημερολόγιο της Δωδώνης», προσθέτει ο Ι. Σειραδάκης. Τα νέα ευρήματα συνδυάστηκαν με το ναυάγιο στο οποίο βρέθηκε ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων. «Στο ναυάγιο βρέθηκαν επίσης αγάλματα, νομίσματα και άλλα αντικείμενα από αυτές τις πόλεις», υπογραμμίζει ο Ι. Σειραδάκης.
Ενα ακόμη νέο στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα της Μ. Αναστασίου είναι ο τρόπος της κατασκευής ενός από τους δείκτες του μηχανισμού, αυτού της σπειροειδούς έλικας του Μέτωνα. Οπως διαπιστώθηκε, ο δείκτης δεν είναι στερεωμένος στο κέντρο της έλικας, αλλά είναι ελεύθερος να πηγαινοέρχεται για να μπορεί να παρακολουθεί τη σπείρα.

(από enet.gr)

04 Ιανουαρίου 2010

Τι είναι η ρωσική λογοτεχνία για μας σήμερα;



Τι είναι η ρωσική λογοτεχνία για μας σήμερα; Οι κλασικοί, πρώτα απ' όλα. Ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Τσέχοφ, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Λέρμοντοφ. Υστερα οι μετεπαναστατικοί συγγραφείς: ο Μαξίμ Γκόρκι, ο Ηλία Ερενμπουργκ, ο Μιχαήλ Σολόχοφ, σοσιαλρεαλιστές αυτοί, ταγμένοι στην εξύμνηση του ήρωα-εργαζόμενου και της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης της χώρας. Πλάι τους, οι διαφωνούντες -ο Μαγιακόσφκι, ο Ζαμιάτιν, ο Πάστερνακ, ο Μπουλγκάκοφ- και οι μεγάλοι ποιητές, που πλήρωσαν ακριβά, ο καθένας με τον τρόπο του, την ιδιοτυπία της φωνής τους: ο Μαντελστάμ, η Τσβετάγιεβα, η Αχμάτοβα. Οι συγγραφείς των πέτρινων χρόνων, απαγορευμένοι στη χώρα τους, έγκλειστοι στα στρατόπεδα εργασίας ή τα ψυχιατρεία, εξόριστοι στη Δύση, συγγραφείς των σαμιζντάτ, των πολυγραφημένων ή χειρόγραφων έργων που διαδίδονταν παράνομα, από χέρι σε χέρι. Και τέλος, οι νεότεροι, όσοι αναδύθηκαν μετά το 1989, οι συγγραφείς της νέας ρωσικής πραγματικότητας.





Δεν έχει αρχή και τέλος η ιστορία οδύνης που βίωσαν οι Ρώσοι συγγραφείς του 20ού αιώνα. Από τις πρώτες διώξεις και εκτελέσεις (ο Γκουμιλιόφ, σύζυγος της Αννας Αχμάτοβα θα είναι από τους πρώτους: θα εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες, κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία, με διαταγή, λέγεται, του ίδιου του Λένιν) ώς την αναπόφευκτη ποινικοποίηση των μη συμμορφούμενων με το επίσημο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το οποίο θα εγκαθιδρύσει το 1934, στο πρώτο της συνέδριο, η Ενωση Συγγραφέων της ΕΣΣΔ· και από την εποχή των μεγάλων εκκαθαρίσεων του Στάλιν (1937-1939), όταν 2.000 περίπου συγγραφείς χάθηκαν στα γκουλάγκ (ανάμεσά τους ο Μαντελστάμ και ο Μπάμπελ) ώς την περίοδο «Ζντανόβτσινα», από το 1946 ώς το 1954, τότε που λύνει και δένει ο Ζντάνοφ, καταδικάζοντας τους «κοσμοπολίτες» συγγραφείς που αλληθωρίζουν προς τη Δύση, η ρωσική λογοτεχνία είναι χωρισμένη σε περιόδους και κατηγορίες άμεσα συνυφασμένες με την πολιτική ζωή του τόπου. Γι' αυτό και τη μετασταλινική εποχή, μετά το 1956, όταν ο Χρουστσόφ καταδικάζει στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος τα εγκλήματα του Στάλιν, επιχειρείται, έστω και υποτυπωδώς, μια κάποια «αποκατάσταση» των διωχθέντων συγγραφέων, με ενδεικτική στιγμή της διαδικασίας την έκδοση της ανθολογίας «Λογοτεχνική Μόσχα», όπου, μεταξύ άλλων, ανθολογείται και η «επικίνδυνη» ώς τότε Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Παρ' όλα αυτά, όταν το 1958 ο Μπορίς Παστερνάκ θα βραβευθεί με το Νόμπελ για τον «Δόκτωρα Ζιβάγκο», η Ενωση Συγγραφέων της ΕΣΣΔ θα του επιτεθεί και θα τον αναγκάσει να το αποκηρύξει. Και, από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του '60, οι διώξεις θα επαναληφθούν. Στα 1964 θα συλληφθεί ο μετέπειτα νομπελίστας ποιητής Ιωσήφ Μπρόντσκι, στα 1966 θα γίνει η πολύκροτη δίκη των συγγραφέων Αντρέι Σινιάφσκι και Γιούλι Ντάνιελ, το 1974 θα απελαθεί ο Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν και λίγο αργότερα θα απαγορευθούν τα έργα του Βασίλι Αξιόνοφ, γιου της ποιήτριας, πρώην καθηγήτριας μαρξισμού-λενινισμού και αργότερα διαφωνούσας, «ανεπιθύμητης», έγκλειστης στο στρατόπεδο Κολίμα μεταξύ 1935 και 1949, Ευγενίας Γκίνσμπουργκ.



Πρέπει να φτάσει το 1986 και το όγδοο συνέδριο της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, για να παρέμβει ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και να παροτρύνει τους εκπροσώπους της επίσημης λογοτεχνίας της χώρας να υποστηρίξουν την ιδέα της διαφάνειας -της περίφημης γκλαζνόστ. Από τότε αρχίζουν να εκδίδονται και τα μέχρι τότε απόντα βιβλία: Ναμπόκοφ, Πίλνιακ, Τσβετάγιεβα, Παστερνάκ, τα φιλοσοφικά έργα του Μπερντιάγιεφ, τα παράτολμα εγχειρήματα νέων λογοτεχνών, όπως ο Γεροφέγεφ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1990, θα καταργηθεί, επιτέλους, επίσημα η λογοκρισία. Και θα ξεπεταχτεί μια νέα γενιά Ρώσων συγγραφέων, που θα επιχειρήσουν να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους σ' έναν συνεχώς μεταλλασσόμενο κόσμο, να διαχειριστούν το βαρύ παρελθόν τους, να προσπαθήσουν να συλλάβουν το δυσβάσταχτο πεπρωμένο των προδρόμων τους. Και να γράψουν στίχους όπως αυτούς που διαβάζουμε στην αλληγορία του Βίκτορ Πελέβιν «Η ζωή των εντόμων», αναψηλαφώντας τα πώς και τα γιατί:



Και γενικά, καλά θα ήταν κάπου να κρυφτείς περιμένοντας το καλοκαίρι να 'ρθει



Και να φέρεσαι όσο πιο ήσυχα μπορείς, ειδεμή καμιά συμφορά θα σε βρει,



Αν μυριστούν εκεί στην Κα Γκε Μπε ότι άστρο εκτυφλωτικό είσαι συ



Και δίχως σένα στο σύμπαν τίποτα ποτέ δεν φάνηκε ούτε θα φανεί.



Από τα μέσα της δεκαετίας του '90, λοιπόν, η Δύση ανακαλύπτει έκθαμβη τη ρώμη άγνωστων ώς τότε λογοτεχνικών ονομάτων, με σλαβικές καταλήξεις: τόσο τους παλιότερους -μοιρασμένους στις δύο σχολές που κυριάρχησαν μεταξύ 1960 και 1970, τη «Σχολή του χωριού», στηριγμένη στα παλιά ιδεώδη της σλαβοφιλίας, ταγμένη στην εντοπιότητα και τη «ρώσικη ψυχή», με κύριο εκπρόσωπο τον Βλαντιμίρ Τετριακόφ, και τη «Σχολή της Μόσχας», που επικεντρώθηκε στην καθημερινή ζωή και τους προβληματισμούς της, για να αναδείξει σπουδαίους συγγραφείς, όπως τον Ανατόλι Κιμ και κυρίως τον Βλαντιμίρ Μακάνιν -όσο και τους νεότερους, νεοκυνικούς ή όχι, σλαβόφιλους ή αναρχοφιλελεύθερους, ενταγμένους στην παράδοση του ρωσικού ρεαλισμού ή μεταμοντέρνους εκλεκτικιστές, αποκρυπτογράφους του σημερινού χάους της ρωσικής κοινωνίας ή πιστούς μιας παράδοσης ορθόδοξης, που κρυσταλλώνεται σε αφηγήσεις υψηλού συμβολισμού.



Η αρχή δικαιωματικά ανήκει στο «κακό παιδί» της ρωσικής ιντελιγκέντσιας, τον Βίκτορ Γεροφέγεφ, γιο διπλωμάτη, υψηλού στελέχους της σοβιετικής νομενκλατούρας Ο Γεροφέγεφ, γεννημένος το 1947 στη Μόσχα, αλλά έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι, θα επιχειρήσει τη συμβολική πατροκτονία του συνδεόμενος με το λογοτεχνικό αντεργκράουντ. Το 1979 αναλαμβάνει να εκδώσει μια ανθολογία σύγχρονης ποίησης και πεζογραφίας, με τίτλο «Μητρόπολη» και κείμενα το περιεχόμενο και το ύφος των οποίων σαφώς αποκλίνει από τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Φυσικό επακόλουθο η διαγραφή του από την Εταιρεία Σοβιετικών Συγγραφέων και η κατάρρευση της διπλωματικής καριέρας του πατέρα του. Αλλά ο γιος δεν το βάζει κάτω. Θα δημοσιεύσει μερικά σκανδαλωδώς ερωτικά κείμενα («Τα ρωσικά άνθη του κακού», «Ρωσίδα καλλονή»), αρκετά αμφιλεγόμενα κριτικά δοκίμια και το αυτοβιογραφικό «Ο καλός Στάλιν» (πρόσφατα εκδομένο και στα ελληνικά) -ένα βιβλίο συναρπαστικό, κυρίως για το χιούμορ και την ειρωνεία με την οποία περιγράφει τη σοβιετική πραγματικότητα, όσο και για την οξυδέρκεια με την οποία παρακολουθεί την πνευματική και αισθητική αφύπνιση του κεντρικού ήρωα και τη σπασμωδική εξέγερσή του. Το τελευταίο του βιβλίο «Η ζωή με έναν ηλίθιο» κυκλοφόρησε μόλις στα αγγλικά.



Νεότερος, πιο ακραίος, πιο βίαιος, ο Βλαντιμίρ Σορόκιν (Μόσχα, 1955), πρώην μηχανικός, γραφίστας, εικονογράφος, αλλά σταθερά συγγραφέας από το 1977, αναστατώνει τα πολιτισμικά ταμπού και αναποδογυρίζει τις ηθικές και πνευματικές αρχές. Δηλώνει πως η μεγάλη του επιρροή είναι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ· πως αν έχει κάτι να ζηλέψει από τον Τολστόι, αυτό είναι οι αχανείς εκτάσεις των κτημάτων του. Πριν από μερικά χρόνια κατηγορήθηκε ως πορνογράφος για το βιβλίο του «Γαλάζιο λίπος», που πραγματεύεται τη φανταστική σεξουαλική σχέση Στάλιν-Χρουστσόφ· αργότερα, με το μυθιστόρημά του «Ο πάγος» επεκτείνεται σε πιο αιμοσταγείς ηδονές. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του για τη γλώσσα, ο τρόπος με τον οποίο ανανεώνει το ρεαλισμό, η αναπάντεχη εικονοποιία του τον καθιστούν έναν από τους αγαπημένους κριτικής και κοινού. Από κοντά και ο ακόμη νεότερος Βίκτορ Πελέβιν (1962), γνωστός μας από το «Κίτρινο βέλος» του, τη «Ζωή των εντόμων» και το σουρεαλιστικό, γκροτέσκο κόσμο της «Generation Π» του, συνδυάζει την πολιτική σάτιρα, το ψυχεδελικό ντελίριο, το φιλοσοφικό στοχασμό σε «βιβλία-βόμβες», καθώς έγραψε πρόσφατα το γαλλικό περιοδικό «Lire», το οποίο δεν δίστασε μάλιστα να τον χαρακτηρίσει «εκρηκτικό προϊόν της συνάντησης του Μπάροουζ με τον Γκόγκολ». Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που αυτοί οι τρεις, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του «νέου κύματος» (novaia volna) -της εναλλακτικής, «μεταμοντέρνας», όπως τη θέλουν ορισμένοι μελετητές, πεζογραφίας που αναδύθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού- έχουν επανειλημμένα μπει στο στόχαστρο των «Συνοδοιπόρων», των νεαρών οπαδών του Πούτιν που υπερασπίζονται μανιασμένα τις πολιτισμικές αξίες του σοσιαλιστικού παρελθόντος της Ρωσίας (βέβαια, όπως αυτοί τις εννοούν: στη μαύρη λίστα τους δεν φιγουράρουν μόνο ο Πελέβιν, ο Γεροφέγεφ και ο Σορόκιν, αλλά και ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ). Ασφαλώς, η αντίδικη προς τους πάντες στάση των τριών δεν εγγυάται αναγκαστικά λαμπρό λογοτεχνικό αποτέλεσμα· συχνά υποπτεύεται κανείς ενδοτικότητα απέναντι στο δέλεαρ μιας εύκολης δημοσιότητας, μια πρόκληση για την πρόκληση. Αν και η εγνωσμένη στιλιστική τους άνεση και θεματική ελευθερία τούς καθιστούν ιδιαίτερα ενδιαφέροντες, είναι αναμφίβολο ότι πόρρω απέχουν από συγγραφείς του αναστήματος ενός Βλαντιμίρ Μακάνιν (1939), ο οποίος, με το συγκλονιστικό ψυχολογικό-κοινωνικό του μυθιστόρημα «Underground -ένας ήρωας του καιρού μας», δημιουργεί έναν σκοτεινό, οικουμενικό ήρωα, ισότιμο προς τους όμαιμούς του που ενοικούν στις σελίδες ενός Γκόγκολ ή ενός Ντοστογιέφσκι, ενώ το «Μυθιστόρημα του Κλιουτσαριόφ» είναι ένα πραγματικό αριστούργημα.



Στην ενδεικτική αυτή παράθεση ονομάτων και τάσεων, πάντως, δεν θα μπορούσαν να λείπουν δύο συγγραφείς που το περιοδικό «Lire» συγκατέλεξε, πρόσφατα, ανάμεσα στους πενήντα συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο που υπόσχονται ένα δυναμικό αύριο. Είναι ο 44χρονος Αντρέι Κουρκόφ, που με το βιβλίο του «Οι πιγκουίνοι ποτέ δεν κρυώνουν» έδωσε το 2002 ένα μείγμα παράλογου και κωμωδίας, την παρωδία ενός ρέκβιεμ για τη ρωσική κοινωνία, στο πρότυπο του Γκόγκολ, και πλάι του ο σαραντάχρονος Αντρέι Γκελασίμοφ. Ελλειπτικός και ψυχρός, ο Γκελασίμοφ, με το έργο του «Η δίψα» -η ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει από το μέτωπο της Τσετσενίας με το πρόσωπο φρικτά παραμορφωμένο και προσπαθεί να αυτοκτονήσει καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες αλκοόλ- επιστρατεύει μια μεταφορά για να μιλήσει για μια κοινωνία που βασανίζεται από δίψα για πνευματικότητα και ουτοπία σε μια εποχή στερημένη από ελπίδα. Στους αντίποδες βρίσκεται ο Πέτερ Αλεσκόφσκι (Μόσχα, 1957) -τον οποίο, καθώς διαπιστώνει κανείς, προτιμούν οι Αμερικανοί: ιστορικός και αρχαιολόγος, εξειδικευμένος στην αναστήλωση των μοναστηριών της Βόρειας Ρωσίας, ο Αλεσκόφσκι διερευνά ζητήματα πίστης και ηθικής, βαθιά εμποτισμένος από την παράδοση της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας.



Από την άλλη πλευρά, ένα στοιχείο της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας που δεν αφήνει αδιάφορους τους ερευνητές είναι η έντονη παρουσία των γυναικών μυθιστοριογράφων: άλλες διαθέτουν ποιητική ενόραση του κόσμου (η Λουντμίλα Πετρουσέφσκαγια ή η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια με την καθηλωτική της «Σόνετσκα» -η ιστορία μιας γυναίκας που βρίσκει τη λύτρωση από την ψυχική οδύνη στις σελίδες των βιβλίων), άλλες πειραματίζονται σε στιλιστικό επίπεδο με μια πρωτοφανή ελευθερία (η Τατιάνα Τολστάγια, στο τελευταίο της βιβλίο «Σλινγξ» -με θέμα την ιερότητα της γραπτής λέξης, την οποία η συγγραφέας βλέπει σαν το νήμα που συνέχει τον πολιτισμό ενός τόπου- αναμετρήθηκε με το παραμύθι, με το ρεαλισμό, το σουρεαλισμό, το μοντερνισμό και το μεταμοντερνισμό), άλλες επεξεργάζονται φιλοσοφικά το ζήτημα της μνήμης και της συγγνώμης (η Σβετλάνα Αλεξέγιεβιτς στο εξαιρετικό μυθιστόρημά της «Ικεσία», με θέμα το Τσερνομπίλ). Υπάρχουν βέβαια και εκείνες που υπηρετούν πιο εμπορικά είδη, όπως η γνωστή και στα καθ' ημάς Αλεξάντρα Μαρίνινα (δημοφιλέστατη συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών) ή η δημοσιογράφος Τζούλια Λατίνινα, που συνδυάζει την οικονομική ανάλυση με τη λογοτεχνία, δίνοντας μια σειρά από φανταστικές και αστυνομικές ιστορίες, με θέμα (τι άλλο;) το οικονομικό έγκλημα -έναν τομέα που κατά πώς φαίνεται γνωρίζει πολύ καλά, αλλά που μάλλον είναι πολύ καυτός για να τον χειριστεί από τις σελίδες της εφημερίδας της. Τέλος, μια και αναφερθήκαμε στο αστυνομικό μυθιστόρημα, θα ήταν παράλειψη να μην καθυστερούσαμε για λίγο στην περίπτωση του πολυδιαβασμένου Μπόρις Ακούνιν, πατέρα του μυστικού πράκτορα του τσάρου Αλέξανδρου, Εραστου Πέτροβιτς Φαντορίν, ενός, κατά τα φαινόμενα, επιτυχημένου συνδυασμού Σέρλοκ Χολμς, Αρσέν Λουπέν και Τζέιμς Μποντ. Αμφιλεγόμενος συγγραφέας ο Ακούνιν, από μερικούς θεωρείται ο νέος Πούσκιν, ενώ άλλοι τον καταδικάζουν στο πυρ το εξώτερον, ως κλασικό παραλογοτέχνη. Αν θεωρήσουμε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να γίνει θαυμάσια εργαλείο κοινωνικής κριτικής, το πράγμα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο -και είμαστε οι τελευταίοι που θα μπορούσαμε να το ξεδιαλύνουμε.



Ομως αρκετά με την πεζογραφία. Ρωσική λογοτεχνία είναι και η ποίηση -ή μάλλον κυρίως αυτή. Παρά τις διώξεις, τις απαγορεύσεις, τη φίμωση, οι Ρώσοι ποιητές δεν έπαψαν ούτε στιγμή να γράφουν και να απευθύνονται- ίσως επειδή η ρωσική ποίηση δεν έχασε ποτέ τη μουσικότητά της, και ως εκ τούτου την προφορικότητά της. Το θερμό κοινό των ποιητών παραμένει αγκιστρωμένο στο ρυθμό, τη λυρική πυκνότητα, την ένταση της εκφοράς. Το μέτρο επιβιώνει πανίσχυρο, συχνά ακόμη και η ρίμα· και οι Ρώσοι ποιητές απαγγέλλουν μέχρι σήμερα από στήθους, συχνά με θεατρικότητα ανοίκεια στα μάτια του αποστασιοποιημένου Δυτικού ακροατή. Η θεματολογία ποικίλη, ο τόνος κοινός. Διαβάζουμε, ή μάλλον ακούμε τους στίχους ενός Ευγκένι Ρέιν: ασθματικό κατρακύλισμα σε μια κλίμακα απελπισίας· μιας Ολγας Σεντακόβα: λυρική,σχεδόν θρησκευτική επίκληση της φύσης· μιας Ελενας Σβαρτς: ένα παιχνίδι με ιστορικά προσωπεία· ενός Ντμίτρι Πριγκόφ: μια λεκτική σπαζοκεφαλιά, ένα ξεχαρβάλωμα της γλώσσας. Παρακολουθούμε την ακατάβλητη ζωντάνια ενός Ολεγκ Χλέμπνικοφ, μιας Μαρίνας Κουντίμοβα, ενός Αλεξάντρ Κουσνέρ, ενός Ιβάν Ζντάνοφ, ενός Αλεξάντερ Ερεμένκο -για να αναφέρουμε μονάχα λίγα ονόματα, της στιγμής. Η ποίηση είναι η τέχνη που προσφέρει στον παραλήπτη της την εικόνα της κρυμμένης ολότητάς του, ένα έμβλημα της χαμένης κοινότητας. Η ρωσική ιδιοσυγκρασία ακόμη λαχταρά την κοινότητα με τους άλλους- κι είναι ίσως γι' αυτό που καλλιεργεί, αγαπά και τιμά την ποίηση, αυτήν την ανεκτίμητη σπατάλη.

της Κατερίνας Σχοινά

03 Ιανουαρίου 2010

Όσιος Ιωάννης Κουκουζέλης.....




Ηδύμελπος μουσικός τον αναφέρει το συναξάρι. Ήταν πράγματι ο πιό καλλικέλαδος ψάλτης του Βυζαντίου και γι' αυτό τον είχε ο αυτοκράτορας Κομνηνός, αρχιμουσικό στο Παλάτι και δάσκαλο των παιδιών του. Καταγόταν από το Δυρράχιο, ήταν ορφανός από πατέρα, αλλά είχε ευσεβή μητέρα που του έδωσε την ευκαιρία να σπουδάσει. Έτσι πήγε στη Κωνσταντινούπολη και έλαβε ανωτέρα μόρφωση. Όταν τον ερωτούσαν οι συμφοιτητές του τι έτρωγε, έλεγε: <<κουκκιά>> και <<ζέλια>> (μπιζέλια) γιατί ήταν φτωχός, έτσι έλαβε το όνομα, Κουκουζέλης.

Ήταν πολύ έξυπνος και τόσο καλλίφωνος από μικρός, που τον φώναζαν αγγελόφωνο. Όμως δεν λογάριασε καθόλου την εγκόσμια καριέρα του και εξέφραζε την επιθυμία του να μονάσει. Επειδή ο αυτοκράτορας δεν τον άφηνε, έφυγε κρυφά και πήγε στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Εκεί παρουσιάσθηκε σα χωριάτης αγράμματος, για να μην τον αναγνωρίσουν και έτσι τον έβαλλε ο ηγούμενος Ιάκωβος ο Πρικανάς να βόσκει τράγους, στο βουνό πάνω από την Ιερά Μονή.

Εκεί διέμενε μόνιμα και κατέβαινε μόνο τις Κυριακές για να λειτουργηθεί. Ψηλά στο βουνό, κατά σύμπτωση, έμενε λίγο πιό πέρα μέσα σε ένα σπήλαιο κάποιος ασκητής. Ο Ιωάννης στην ερημιά δεν σταμάτησε ποτέ να εξυμνεί το Θεό και έψελνε αμέριμνα. Ο ασκητής που αναφέραμε όμως άκουγε από μακρυά κάθε βράδυ, μιά αγγελική ψαλμωδία που δεν πίστευε στα αυτιά του.

Έτσι ένα βράδυ ξεκίνησε να ψάξει από που προέρχετο αυτή η αγγελική ψαλμωδία. Η υμνωδία τον οδήγησε στον Ιωάννη που ο ασκητής τον είδε να ψέλνει όρθιο, μέσα σε ένα φως, και με το επίσης παράδοξο θέαμα, να στέκονται οι τράγοι στα δύο πόδια τους όρθιοι και να τον ακούουν.

Αμέσως πήγε στον ηγούμενο και ανέφερε το περιστατικό, ο οποίος επειδή δεν το πίστευε, πήγε προσωπικά να το διαπιστώσει. Έτσι με τα ίδια του τα μάτια είδε και εθαύμασε ο ηγούμενος το καταπληκτικό αυτό γεγονός και πλησίασε τον Ιωάννη.

Στο μεταξύ ο αυτοκράτορας ζητούσε σε όλη την επικράτεια να βρούν τον Ιωάννη Κουκουζέλη οπότε ο ηγούμενος τον κατάλαβε και τον πίεσε να αποκαλύψει τη πραγματική του ταυτότητα. Αναγκάσθηκε τότε εκείνος να πει το πραγματικό του όνομα.

Έκτοτε ο ηγούμενος τον έκανε δεξιό ψάλτη στη Μονή Μεγίστης Λαύρας και του επέτρεπε να γράφει ύμνους σε ένα κοντινό κελί, γιατί εκτός από καλλίφωνος ψάλτης ήταν και μεγάλος υμνογράφος. Σπάνια χαρίσματα που τα αξιοποίησε σε δόξα Θεού. Σε κάποια ολονυκτία που κουράσθηκε στο ψαλτήρι, του εμφανίσθηκε η Παναγία και του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα για να τον ευχαριστήσει και να τον ενισχύσει. Το μισό νόμισμα σήμερα βρίσκεται στην Μονή γιατί το άλλο μισό τον έδωσαν σε Μονή στη Ρωσία.

Οι ύμνοι του θεωρούνται από τους δυσκολότερους και ειδικά οι λεγόμενοι ''αργοί'', όπως το περίφημο <<Χερουβικό>> του και <<Τον Δεσπότη και Αρχιερέα>>. Μάλιστα οι πιό πολλοί ύμνοι του, απο αυτούς που σώθηκαν, δυστυχώς, είναι ανέκδοτοι. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 15ο αιώνα και τάφηκε στο κελί που μόναζε.