04 Ιανουαρίου 2010

Τι είναι η ρωσική λογοτεχνία για μας σήμερα;



Τι είναι η ρωσική λογοτεχνία για μας σήμερα; Οι κλασικοί, πρώτα απ' όλα. Ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Τσέχοφ, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Λέρμοντοφ. Υστερα οι μετεπαναστατικοί συγγραφείς: ο Μαξίμ Γκόρκι, ο Ηλία Ερενμπουργκ, ο Μιχαήλ Σολόχοφ, σοσιαλρεαλιστές αυτοί, ταγμένοι στην εξύμνηση του ήρωα-εργαζόμενου και της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης της χώρας. Πλάι τους, οι διαφωνούντες -ο Μαγιακόσφκι, ο Ζαμιάτιν, ο Πάστερνακ, ο Μπουλγκάκοφ- και οι μεγάλοι ποιητές, που πλήρωσαν ακριβά, ο καθένας με τον τρόπο του, την ιδιοτυπία της φωνής τους: ο Μαντελστάμ, η Τσβετάγιεβα, η Αχμάτοβα. Οι συγγραφείς των πέτρινων χρόνων, απαγορευμένοι στη χώρα τους, έγκλειστοι στα στρατόπεδα εργασίας ή τα ψυχιατρεία, εξόριστοι στη Δύση, συγγραφείς των σαμιζντάτ, των πολυγραφημένων ή χειρόγραφων έργων που διαδίδονταν παράνομα, από χέρι σε χέρι. Και τέλος, οι νεότεροι, όσοι αναδύθηκαν μετά το 1989, οι συγγραφείς της νέας ρωσικής πραγματικότητας.





Δεν έχει αρχή και τέλος η ιστορία οδύνης που βίωσαν οι Ρώσοι συγγραφείς του 20ού αιώνα. Από τις πρώτες διώξεις και εκτελέσεις (ο Γκουμιλιόφ, σύζυγος της Αννας Αχμάτοβα θα είναι από τους πρώτους: θα εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες, κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία, με διαταγή, λέγεται, του ίδιου του Λένιν) ώς την αναπόφευκτη ποινικοποίηση των μη συμμορφούμενων με το επίσημο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το οποίο θα εγκαθιδρύσει το 1934, στο πρώτο της συνέδριο, η Ενωση Συγγραφέων της ΕΣΣΔ· και από την εποχή των μεγάλων εκκαθαρίσεων του Στάλιν (1937-1939), όταν 2.000 περίπου συγγραφείς χάθηκαν στα γκουλάγκ (ανάμεσά τους ο Μαντελστάμ και ο Μπάμπελ) ώς την περίοδο «Ζντανόβτσινα», από το 1946 ώς το 1954, τότε που λύνει και δένει ο Ζντάνοφ, καταδικάζοντας τους «κοσμοπολίτες» συγγραφείς που αλληθωρίζουν προς τη Δύση, η ρωσική λογοτεχνία είναι χωρισμένη σε περιόδους και κατηγορίες άμεσα συνυφασμένες με την πολιτική ζωή του τόπου. Γι' αυτό και τη μετασταλινική εποχή, μετά το 1956, όταν ο Χρουστσόφ καταδικάζει στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος τα εγκλήματα του Στάλιν, επιχειρείται, έστω και υποτυπωδώς, μια κάποια «αποκατάσταση» των διωχθέντων συγγραφέων, με ενδεικτική στιγμή της διαδικασίας την έκδοση της ανθολογίας «Λογοτεχνική Μόσχα», όπου, μεταξύ άλλων, ανθολογείται και η «επικίνδυνη» ώς τότε Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Παρ' όλα αυτά, όταν το 1958 ο Μπορίς Παστερνάκ θα βραβευθεί με το Νόμπελ για τον «Δόκτωρα Ζιβάγκο», η Ενωση Συγγραφέων της ΕΣΣΔ θα του επιτεθεί και θα τον αναγκάσει να το αποκηρύξει. Και, από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του '60, οι διώξεις θα επαναληφθούν. Στα 1964 θα συλληφθεί ο μετέπειτα νομπελίστας ποιητής Ιωσήφ Μπρόντσκι, στα 1966 θα γίνει η πολύκροτη δίκη των συγγραφέων Αντρέι Σινιάφσκι και Γιούλι Ντάνιελ, το 1974 θα απελαθεί ο Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν και λίγο αργότερα θα απαγορευθούν τα έργα του Βασίλι Αξιόνοφ, γιου της ποιήτριας, πρώην καθηγήτριας μαρξισμού-λενινισμού και αργότερα διαφωνούσας, «ανεπιθύμητης», έγκλειστης στο στρατόπεδο Κολίμα μεταξύ 1935 και 1949, Ευγενίας Γκίνσμπουργκ.



Πρέπει να φτάσει το 1986 και το όγδοο συνέδριο της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, για να παρέμβει ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και να παροτρύνει τους εκπροσώπους της επίσημης λογοτεχνίας της χώρας να υποστηρίξουν την ιδέα της διαφάνειας -της περίφημης γκλαζνόστ. Από τότε αρχίζουν να εκδίδονται και τα μέχρι τότε απόντα βιβλία: Ναμπόκοφ, Πίλνιακ, Τσβετάγιεβα, Παστερνάκ, τα φιλοσοφικά έργα του Μπερντιάγιεφ, τα παράτολμα εγχειρήματα νέων λογοτεχνών, όπως ο Γεροφέγεφ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1990, θα καταργηθεί, επιτέλους, επίσημα η λογοκρισία. Και θα ξεπεταχτεί μια νέα γενιά Ρώσων συγγραφέων, που θα επιχειρήσουν να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους σ' έναν συνεχώς μεταλλασσόμενο κόσμο, να διαχειριστούν το βαρύ παρελθόν τους, να προσπαθήσουν να συλλάβουν το δυσβάσταχτο πεπρωμένο των προδρόμων τους. Και να γράψουν στίχους όπως αυτούς που διαβάζουμε στην αλληγορία του Βίκτορ Πελέβιν «Η ζωή των εντόμων», αναψηλαφώντας τα πώς και τα γιατί:



Και γενικά, καλά θα ήταν κάπου να κρυφτείς περιμένοντας το καλοκαίρι να 'ρθει



Και να φέρεσαι όσο πιο ήσυχα μπορείς, ειδεμή καμιά συμφορά θα σε βρει,



Αν μυριστούν εκεί στην Κα Γκε Μπε ότι άστρο εκτυφλωτικό είσαι συ



Και δίχως σένα στο σύμπαν τίποτα ποτέ δεν φάνηκε ούτε θα φανεί.



Από τα μέσα της δεκαετίας του '90, λοιπόν, η Δύση ανακαλύπτει έκθαμβη τη ρώμη άγνωστων ώς τότε λογοτεχνικών ονομάτων, με σλαβικές καταλήξεις: τόσο τους παλιότερους -μοιρασμένους στις δύο σχολές που κυριάρχησαν μεταξύ 1960 και 1970, τη «Σχολή του χωριού», στηριγμένη στα παλιά ιδεώδη της σλαβοφιλίας, ταγμένη στην εντοπιότητα και τη «ρώσικη ψυχή», με κύριο εκπρόσωπο τον Βλαντιμίρ Τετριακόφ, και τη «Σχολή της Μόσχας», που επικεντρώθηκε στην καθημερινή ζωή και τους προβληματισμούς της, για να αναδείξει σπουδαίους συγγραφείς, όπως τον Ανατόλι Κιμ και κυρίως τον Βλαντιμίρ Μακάνιν -όσο και τους νεότερους, νεοκυνικούς ή όχι, σλαβόφιλους ή αναρχοφιλελεύθερους, ενταγμένους στην παράδοση του ρωσικού ρεαλισμού ή μεταμοντέρνους εκλεκτικιστές, αποκρυπτογράφους του σημερινού χάους της ρωσικής κοινωνίας ή πιστούς μιας παράδοσης ορθόδοξης, που κρυσταλλώνεται σε αφηγήσεις υψηλού συμβολισμού.



Η αρχή δικαιωματικά ανήκει στο «κακό παιδί» της ρωσικής ιντελιγκέντσιας, τον Βίκτορ Γεροφέγεφ, γιο διπλωμάτη, υψηλού στελέχους της σοβιετικής νομενκλατούρας Ο Γεροφέγεφ, γεννημένος το 1947 στη Μόσχα, αλλά έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι, θα επιχειρήσει τη συμβολική πατροκτονία του συνδεόμενος με το λογοτεχνικό αντεργκράουντ. Το 1979 αναλαμβάνει να εκδώσει μια ανθολογία σύγχρονης ποίησης και πεζογραφίας, με τίτλο «Μητρόπολη» και κείμενα το περιεχόμενο και το ύφος των οποίων σαφώς αποκλίνει από τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Φυσικό επακόλουθο η διαγραφή του από την Εταιρεία Σοβιετικών Συγγραφέων και η κατάρρευση της διπλωματικής καριέρας του πατέρα του. Αλλά ο γιος δεν το βάζει κάτω. Θα δημοσιεύσει μερικά σκανδαλωδώς ερωτικά κείμενα («Τα ρωσικά άνθη του κακού», «Ρωσίδα καλλονή»), αρκετά αμφιλεγόμενα κριτικά δοκίμια και το αυτοβιογραφικό «Ο καλός Στάλιν» (πρόσφατα εκδομένο και στα ελληνικά) -ένα βιβλίο συναρπαστικό, κυρίως για το χιούμορ και την ειρωνεία με την οποία περιγράφει τη σοβιετική πραγματικότητα, όσο και για την οξυδέρκεια με την οποία παρακολουθεί την πνευματική και αισθητική αφύπνιση του κεντρικού ήρωα και τη σπασμωδική εξέγερσή του. Το τελευταίο του βιβλίο «Η ζωή με έναν ηλίθιο» κυκλοφόρησε μόλις στα αγγλικά.



Νεότερος, πιο ακραίος, πιο βίαιος, ο Βλαντιμίρ Σορόκιν (Μόσχα, 1955), πρώην μηχανικός, γραφίστας, εικονογράφος, αλλά σταθερά συγγραφέας από το 1977, αναστατώνει τα πολιτισμικά ταμπού και αναποδογυρίζει τις ηθικές και πνευματικές αρχές. Δηλώνει πως η μεγάλη του επιρροή είναι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ· πως αν έχει κάτι να ζηλέψει από τον Τολστόι, αυτό είναι οι αχανείς εκτάσεις των κτημάτων του. Πριν από μερικά χρόνια κατηγορήθηκε ως πορνογράφος για το βιβλίο του «Γαλάζιο λίπος», που πραγματεύεται τη φανταστική σεξουαλική σχέση Στάλιν-Χρουστσόφ· αργότερα, με το μυθιστόρημά του «Ο πάγος» επεκτείνεται σε πιο αιμοσταγείς ηδονές. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του για τη γλώσσα, ο τρόπος με τον οποίο ανανεώνει το ρεαλισμό, η αναπάντεχη εικονοποιία του τον καθιστούν έναν από τους αγαπημένους κριτικής και κοινού. Από κοντά και ο ακόμη νεότερος Βίκτορ Πελέβιν (1962), γνωστός μας από το «Κίτρινο βέλος» του, τη «Ζωή των εντόμων» και το σουρεαλιστικό, γκροτέσκο κόσμο της «Generation Π» του, συνδυάζει την πολιτική σάτιρα, το ψυχεδελικό ντελίριο, το φιλοσοφικό στοχασμό σε «βιβλία-βόμβες», καθώς έγραψε πρόσφατα το γαλλικό περιοδικό «Lire», το οποίο δεν δίστασε μάλιστα να τον χαρακτηρίσει «εκρηκτικό προϊόν της συνάντησης του Μπάροουζ με τον Γκόγκολ». Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που αυτοί οι τρεις, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του «νέου κύματος» (novaia volna) -της εναλλακτικής, «μεταμοντέρνας», όπως τη θέλουν ορισμένοι μελετητές, πεζογραφίας που αναδύθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού- έχουν επανειλημμένα μπει στο στόχαστρο των «Συνοδοιπόρων», των νεαρών οπαδών του Πούτιν που υπερασπίζονται μανιασμένα τις πολιτισμικές αξίες του σοσιαλιστικού παρελθόντος της Ρωσίας (βέβαια, όπως αυτοί τις εννοούν: στη μαύρη λίστα τους δεν φιγουράρουν μόνο ο Πελέβιν, ο Γεροφέγεφ και ο Σορόκιν, αλλά και ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ). Ασφαλώς, η αντίδικη προς τους πάντες στάση των τριών δεν εγγυάται αναγκαστικά λαμπρό λογοτεχνικό αποτέλεσμα· συχνά υποπτεύεται κανείς ενδοτικότητα απέναντι στο δέλεαρ μιας εύκολης δημοσιότητας, μια πρόκληση για την πρόκληση. Αν και η εγνωσμένη στιλιστική τους άνεση και θεματική ελευθερία τούς καθιστούν ιδιαίτερα ενδιαφέροντες, είναι αναμφίβολο ότι πόρρω απέχουν από συγγραφείς του αναστήματος ενός Βλαντιμίρ Μακάνιν (1939), ο οποίος, με το συγκλονιστικό ψυχολογικό-κοινωνικό του μυθιστόρημα «Underground -ένας ήρωας του καιρού μας», δημιουργεί έναν σκοτεινό, οικουμενικό ήρωα, ισότιμο προς τους όμαιμούς του που ενοικούν στις σελίδες ενός Γκόγκολ ή ενός Ντοστογιέφσκι, ενώ το «Μυθιστόρημα του Κλιουτσαριόφ» είναι ένα πραγματικό αριστούργημα.



Στην ενδεικτική αυτή παράθεση ονομάτων και τάσεων, πάντως, δεν θα μπορούσαν να λείπουν δύο συγγραφείς που το περιοδικό «Lire» συγκατέλεξε, πρόσφατα, ανάμεσα στους πενήντα συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο που υπόσχονται ένα δυναμικό αύριο. Είναι ο 44χρονος Αντρέι Κουρκόφ, που με το βιβλίο του «Οι πιγκουίνοι ποτέ δεν κρυώνουν» έδωσε το 2002 ένα μείγμα παράλογου και κωμωδίας, την παρωδία ενός ρέκβιεμ για τη ρωσική κοινωνία, στο πρότυπο του Γκόγκολ, και πλάι του ο σαραντάχρονος Αντρέι Γκελασίμοφ. Ελλειπτικός και ψυχρός, ο Γκελασίμοφ, με το έργο του «Η δίψα» -η ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει από το μέτωπο της Τσετσενίας με το πρόσωπο φρικτά παραμορφωμένο και προσπαθεί να αυτοκτονήσει καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες αλκοόλ- επιστρατεύει μια μεταφορά για να μιλήσει για μια κοινωνία που βασανίζεται από δίψα για πνευματικότητα και ουτοπία σε μια εποχή στερημένη από ελπίδα. Στους αντίποδες βρίσκεται ο Πέτερ Αλεσκόφσκι (Μόσχα, 1957) -τον οποίο, καθώς διαπιστώνει κανείς, προτιμούν οι Αμερικανοί: ιστορικός και αρχαιολόγος, εξειδικευμένος στην αναστήλωση των μοναστηριών της Βόρειας Ρωσίας, ο Αλεσκόφσκι διερευνά ζητήματα πίστης και ηθικής, βαθιά εμποτισμένος από την παράδοση της ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας.



Από την άλλη πλευρά, ένα στοιχείο της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας που δεν αφήνει αδιάφορους τους ερευνητές είναι η έντονη παρουσία των γυναικών μυθιστοριογράφων: άλλες διαθέτουν ποιητική ενόραση του κόσμου (η Λουντμίλα Πετρουσέφσκαγια ή η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια με την καθηλωτική της «Σόνετσκα» -η ιστορία μιας γυναίκας που βρίσκει τη λύτρωση από την ψυχική οδύνη στις σελίδες των βιβλίων), άλλες πειραματίζονται σε στιλιστικό επίπεδο με μια πρωτοφανή ελευθερία (η Τατιάνα Τολστάγια, στο τελευταίο της βιβλίο «Σλινγξ» -με θέμα την ιερότητα της γραπτής λέξης, την οποία η συγγραφέας βλέπει σαν το νήμα που συνέχει τον πολιτισμό ενός τόπου- αναμετρήθηκε με το παραμύθι, με το ρεαλισμό, το σουρεαλισμό, το μοντερνισμό και το μεταμοντερνισμό), άλλες επεξεργάζονται φιλοσοφικά το ζήτημα της μνήμης και της συγγνώμης (η Σβετλάνα Αλεξέγιεβιτς στο εξαιρετικό μυθιστόρημά της «Ικεσία», με θέμα το Τσερνομπίλ). Υπάρχουν βέβαια και εκείνες που υπηρετούν πιο εμπορικά είδη, όπως η γνωστή και στα καθ' ημάς Αλεξάντρα Μαρίνινα (δημοφιλέστατη συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών) ή η δημοσιογράφος Τζούλια Λατίνινα, που συνδυάζει την οικονομική ανάλυση με τη λογοτεχνία, δίνοντας μια σειρά από φανταστικές και αστυνομικές ιστορίες, με θέμα (τι άλλο;) το οικονομικό έγκλημα -έναν τομέα που κατά πώς φαίνεται γνωρίζει πολύ καλά, αλλά που μάλλον είναι πολύ καυτός για να τον χειριστεί από τις σελίδες της εφημερίδας της. Τέλος, μια και αναφερθήκαμε στο αστυνομικό μυθιστόρημα, θα ήταν παράλειψη να μην καθυστερούσαμε για λίγο στην περίπτωση του πολυδιαβασμένου Μπόρις Ακούνιν, πατέρα του μυστικού πράκτορα του τσάρου Αλέξανδρου, Εραστου Πέτροβιτς Φαντορίν, ενός, κατά τα φαινόμενα, επιτυχημένου συνδυασμού Σέρλοκ Χολμς, Αρσέν Λουπέν και Τζέιμς Μποντ. Αμφιλεγόμενος συγγραφέας ο Ακούνιν, από μερικούς θεωρείται ο νέος Πούσκιν, ενώ άλλοι τον καταδικάζουν στο πυρ το εξώτερον, ως κλασικό παραλογοτέχνη. Αν θεωρήσουμε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να γίνει θαυμάσια εργαλείο κοινωνικής κριτικής, το πράγμα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο -και είμαστε οι τελευταίοι που θα μπορούσαμε να το ξεδιαλύνουμε.



Ομως αρκετά με την πεζογραφία. Ρωσική λογοτεχνία είναι και η ποίηση -ή μάλλον κυρίως αυτή. Παρά τις διώξεις, τις απαγορεύσεις, τη φίμωση, οι Ρώσοι ποιητές δεν έπαψαν ούτε στιγμή να γράφουν και να απευθύνονται- ίσως επειδή η ρωσική ποίηση δεν έχασε ποτέ τη μουσικότητά της, και ως εκ τούτου την προφορικότητά της. Το θερμό κοινό των ποιητών παραμένει αγκιστρωμένο στο ρυθμό, τη λυρική πυκνότητα, την ένταση της εκφοράς. Το μέτρο επιβιώνει πανίσχυρο, συχνά ακόμη και η ρίμα· και οι Ρώσοι ποιητές απαγγέλλουν μέχρι σήμερα από στήθους, συχνά με θεατρικότητα ανοίκεια στα μάτια του αποστασιοποιημένου Δυτικού ακροατή. Η θεματολογία ποικίλη, ο τόνος κοινός. Διαβάζουμε, ή μάλλον ακούμε τους στίχους ενός Ευγκένι Ρέιν: ασθματικό κατρακύλισμα σε μια κλίμακα απελπισίας· μιας Ολγας Σεντακόβα: λυρική,σχεδόν θρησκευτική επίκληση της φύσης· μιας Ελενας Σβαρτς: ένα παιχνίδι με ιστορικά προσωπεία· ενός Ντμίτρι Πριγκόφ: μια λεκτική σπαζοκεφαλιά, ένα ξεχαρβάλωμα της γλώσσας. Παρακολουθούμε την ακατάβλητη ζωντάνια ενός Ολεγκ Χλέμπνικοφ, μιας Μαρίνας Κουντίμοβα, ενός Αλεξάντρ Κουσνέρ, ενός Ιβάν Ζντάνοφ, ενός Αλεξάντερ Ερεμένκο -για να αναφέρουμε μονάχα λίγα ονόματα, της στιγμής. Η ποίηση είναι η τέχνη που προσφέρει στον παραλήπτη της την εικόνα της κρυμμένης ολότητάς του, ένα έμβλημα της χαμένης κοινότητας. Η ρωσική ιδιοσυγκρασία ακόμη λαχταρά την κοινότητα με τους άλλους- κι είναι ίσως γι' αυτό που καλλιεργεί, αγαπά και τιμά την ποίηση, αυτήν την ανεκτίμητη σπατάλη.

της Κατερίνας Σχοινά

Δεν υπάρχουν σχόλια: