Πώς έφθασαν οι δύο πλευρές να διεκδικούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο του 21ου αιώνα, σε μια μάχη χωρίς τέλος
Oταν ο Τζόρτζιο Στρέλερ πήγε να σκηνοθετήσει στο Παρίσι, στην Κομεντί Φρανσέζ, οι ηθοποιοί μάζεψαν υπογραφές για να τον διώξουν. Δεν τα κατάφεραν. Η μάχη πάντως δεν είναι καινούργια: Από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν το επάγγελμα «σκηνοθέτης» άρχισε να ανατέλλει, ως τον 20ό, που ανακηρύχθηκε «ο αιώνας του», οι δύο πόλοι του θεάτρου παραμένουν σε μια αναγκαστική ανακωχή- και ας βρισκόμαστε ήδη στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 2000. Ή μήπως όχι;
Από την εποχή της παντοδυναμίας του ηθοποιού που ήταν παράλληλα συγγραφέας, σκηνοθέτης και θιασάρχης, όπως τον εξέφρασε από τον 17ο αιώνα ο Μολιέρος, ως τον απόλυτο πρωταγωνιστή, στην εκδοχή της Γαλλίδας Σάρας Μπερνάρ (πέθανε το 1923), το θέατρο δεν άργησε να περάσει στα χέρια εκείνων που, από υπεύθυνοι και διοργανωτές μιας παράστασης, έφθασαν να θεωρούνται σκηνοθέτες-δικτάτορες. Οι μεγάλες μορφές του είδους, ακολουθούμενοι συνήθως από μια θεατρική ομάδα, σφράγισαν τον περασμένο αιώνα. Ροντήρη ς, Κουν, Μινωτής,Βολανάκης και απέναντί τους οι πρωταγωνιστές: Ελένη Παπαδάκη,Μαρίκα Κοτοπούλη,Αιμίλιος Βεάκης,Κατίνα Παξινού,Βασίλης Λογοθετίδης ή Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης...
«Ερωτεύθηκα το θέατρο εξαιτίας των ηθοποιών όταν είδα για πρώτη φορά την Παξινού.Μετά είδα παράσταση του Κουν στο Τέχνης, αλλά δεν ένιωσα το ίδιο» λέει ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης. «Γυρίζω πάντα στον ηθοποιό, είναι ο αυτοκράτορας.Ο σκηνοθέτης είναι εκείνος που κάνει την ανάγνωση του έργου» προσθέτει, εξηγώντας ότι η ιδιότητά του έρχεται συνήθως στην επιφάνεια σε εποχές όπου η θεατρική σκέψη γίνεται όλο και πιο σύνθετη.
«Ενας είναι ο βασιλιάς στο θέατρο,ο ηθοποιός» λέει και ο Γιάννης Μπέζος, ένας ηθοποιός που αυτοσκηνοθετείται και συγχρόνως σκηνοθετεί τον θίασό του. Αλλωστε μια από τις επικρατούσες απόψεις σήμερα, όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι ότι «ο ηθοποιός είναι ο άρχων στο πιο εμπορικό θέατρο και ο σκηνοθέτης στα θέατρα που ψάχνονται», σκέψη με την οποία συμφωνεί και εφαρμόζει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος . «Η φιλοδοξία του ηθοποιού είναι στον ρόλο, του σκηνοθέτη στο έργο» προσθέτει. Και μια και ο λόγος για φιλοδοξίες, παρατηρεί κανείς ότι οι ομάδες που κατά καιρούς μπόλιασαν το ελληνικό θέατρο με σημαντικό έμψυχο υλικό διαλύθηκαν από τις φιλοδοξίες ηθοποιών που ήθελαν να γίνουν σκηνοθέτεςμε τρανταχτά παραδείγματα τη Σκηνή και το Εμπρός.
«Μόνος κριτής είναι ο θεατής»
Οσο για το κοινό, αυτό δεν φαίνεται διατεθειμένο να ακολουθήσει μονόδρομους: Επιλέγει κατά περίπτωση. Ισως επειδή, όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, «βασιλιάς είναι ο θεατής, που αρνείται τα ψευδοδιλήμματα. Μ΄ ενδιαφέρει το καλό θέαμα, μ΄ ενδιαφέρει μια παράσταση να ικανοποιεί τον λόγο της ύπαρξής της. Από την άλλη, βλέπω ότι μέσα από τις δουλειές των μεγάλων σκηνοθετών μεταφέρεται μια αγωνία για το θέατρο» , μεγαλύτερη από την αγωνία που μπορεί να έχουν θίασοι με στίγμα περισσότερο εμπορικό. Το ταμείο όμως παραμένει κοινός τόπος για όλους, ηθοποιούς και σκηνοθέτες.
Οι σταρ στο σανίδι, οι «δικτάτορες» στο παρασκήνιο
Η ντόπια θεατρική πιάτσα διαθέτει τα πάντα: ηθοποιούς που αυτοσκηνοθετούνται- σαν η σκηνοθεσία να αποτελεί θεατρική προαγωγή -, ηθοποιούς εσαεί μαθητές, σκηνοθέτες ή σκηνοθέτες-δασκάλους, ομάδες όπου όλα γίνονται συλλογικά και γι΄ αυτό δεν μακροημερεύουν, σταρ στο σανίδι και δικτάτορες στο παρασκήνιο. Το θέατρο παραμένει ένα ελεύθερο πεδίο δράσης. Ελεύθερο, αλλά και δημοκρατικό; «Αυτά είναι θέματα δήθεν δημοκρατίας» λέει ο ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. «Επιλέγω έργα που με ενδιαφέρουν για μια σειρά λόγων, και προχωρώ στη διαδικασία του παραγωγικού και καλλιτεχνικού έργου. Τα μοιράζομαι όλα αυτά με τους συνεργάτες μου. Είμαι κατά του σκηνοθέτη-φασίστα, αλλά και του αντίστοιχου ηθοποιού. Κανείς δεν παίζει ερήμην του συμπαίκτη του». Ούτε ερήμην του συγγραφέα; «Ισως εκεί να βρίσκεται η πραγματική αντιπαλότητα σήμερα» επανέρχεται ο Νίκος Μαστοράκης. «Ο σκηνοθέτης ανταγωνίζεται τον συγγραφέα σε έναν άνισο αγώνα, καθώς ο δεύτερος συνήθως δεν βρίσκεται στη ζωή». Εξ ου και παραστάσεις κλασικών, όπου το κείμενο κατακερματίζεται, μεταβάλλεται, αναπροσαρμόζεται, επικαιροποιείται. Σαν ο σκηνοθέτης να θέλει να εκδικηθεί τον γράφοντα.
Η ονοματολαγνεία παραμένει συνώνυμη της τέχνης της υποκριτικής: Οι ηθοποιοί εξακολουθούν να λατρεύονται, να γίνονται σταρ. Οι σκηνοθέτες θέλουν να αφήσουν το στίγμα τους. Σε μια τέχνη τόσο θνησιγενή ο καθένας επιδιώκει να αφήσει τα σημάδια του. «Δεν πρέπει να φαίνεται η δουλειά του σκηνοθέτη» παρατηρεί η Νικαίτη Κοντούρη , επαναλαμβάνοντας μια ρήση του Μίνου Βολανάκη. «Ο σκηνοθέτης θέτει τα όρια, φροντίζει το αποτέλεσμα, φτιάχνει ένα σύμπαν και αφήνει τον ηθοποιό ελεύθερο να κινηθεί». Ισως γι΄ αυτό το είδος του αυτοσκηνοθέτη πολλαπλασιάζεται στη χώρα μας (υποβοηθούμενο, τον τελευταίο καιρό, και από την οικονομική κρίση): ο Γιώργος Κιμούλης το ξεκίνησε με τις δικές του παραστάσεις και δεν άργησε να το γενικεύσει, κάτι που κάνει και ο Γιάννης Μπέζος αλλά και οι Πέτρος Φιλιππίδης, Γρηγόρης Βαλτινός, Γιώργος Μιχαλακόπουλος. «Ο καλός σκηνοθέτης είναι αυτός που δεν προβάλλει τη σκηνοθεσία, αλλά αφήνει αβίαστα τον θεατή να την ανακαλύψει» λέει ο τελευταίος προσυπογράφοντας τα λόγια του Βολανάκη. «Ο Κουν έλεγε ότι “σοφό είναι το σαφές” και εγώ σκέφτομαι πάντα την αξία των κειμένων. Γι΄ αυτό και σε ό,τι με αφορά ως σκηνοθέτη πιστεύω ότι πρέπει να αφήνουμε τα κείμενα να φαίνονται. Και σε τ ελική ανάλυση θα άξιζε να επιχειρήσουμε μια εναρμόνιση» .
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=363575&dt=28/10/2010#ixzz13eNF4CJH