Ο Κάρλος Μαρξ ως θρησκευτικός τύπος
(η σχέση του με την θρησκεία του ανθρωποθεού του Λ. Φόϊερμπαχ)*
<…>Και κατά τον αναστοχασμό της θρησκευτικής φύσης του σύγχρονου σοσιαλισμού η σκέψη άθελα της σταματάει στο ερώτημα τίνος το πνεύμα έβαλε μια τόσο βαθιά σφραγίδα στο σοσιαλιστικό κίνημα της σύγχρονης εποχής, ώστε αμέσως να μεταφερθεί από το πλήθος των πνευματικών του πατέρων, στον Κάρολο Μαρξ. Ποιος είναι; Τι εκπροσωπεί κατά την θρησκευτική του φύση; Ποιον θεό διακονούσε σε όλη του τη ζωή; Ποια αγάπη και ποιο μίσος φώτιζαν την ψυχή αυτού του ανθρώπου; <…>
<…> Το να δοθεί μια συγκεκριμένη και οριστική απάντηση σ’ αυτό το βασικό και καθοριστικό ερώτημα ήταν και μια προσωπική ανάγκη του συγγραφέα, κατά την διάρκεια πολλών ετών όπου βρισκόταν υπό την ισχυρή επίδραση του Μαρξ, και ο οποίος αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην αφομοίωση και την εξέλιξη της ιδέας του και που τόσο δύσκολα και βασανιστικά, στη συνέχεια, απελευθερώθηκε από την ύπνωση αυτής της επιρροής. Θέλει να δώσει ένα οριστικό τέλος, για τελευταία φορά να ελέγξει τον εαυτό του και, φεύγοντας για πάντα από το προηγούμενο ενδιαίτημα, να κοιτάξει με ψυχρό και κριτικό βλέμμα το αντικείμενο της νεανικής παράφορης έλξης.[1] <…>
<…>Δυστυχώς, κατά την προσπάθεια χαρακτηρισμού της προσωπικότητας του Μαρξ και της ιστορίας της ζωής του, βρισκόμαστε απέναντι στην πλήρη, σχεδόν, απουσία κάθε είδους επίσημου υλικού. Απουσιάζουν σχεδόν και οι περιγραφές της προσωπικότητάς του, οι οποίες θα είχαν γίνει από έναν λεπτό και ικανό παρατηρητή, ο οποίος δεν θα αποσκοπούσε να γράψει ένα σοσιαλδημοκρατικό «βίο αγίου» (όπως είναι τα απομνημονεύματα του Λαφάργκ και του Λίμπκνεχτ). Γι’ αυτό και στην περιγραφή του Μαρξ μοιραία μένει ελεύθερο το πεδίο του υποκειμενισμού. Αν κρίνουμε τον Μαρξ από τα δημοσιευμένα του έργα, η ψυχή του γενικά ήταν πολύ πιο προσιτή στα στοιχειά της οργής, του μίσους, της εκδίκησης, παρά, είναι αλήθεια, στα αντίθετα συναισθήματα, ορισμένες φορές της ιερής οργής, συχνά όμως κάθε άλλο παρά ιερής. Αξίζει κάθε συμπάθειας και σεβασμού ο Μαρξ όταν κεραυνοβολεί την σκληρότητα των καπιταλιστών και του καπιταλισμού, τον άσπλαχνο χαρακτήρα της σημερινής κοινωνίας, αλλά πως μπορεί να γίνει διαφορετικά αντιληπτό το γεγονός ότι ταυτόχρονα, μαζί με αυτούς τους κεραυνούς, συναντάς την υπεροψία και τις γεμάτες κακία επιθέσεις σ’ εκείνους που δε συμφωνούν μαζί του, όποιος κι αν ήταν αυτός, είτε ο Λασσάλ[2], είτε ο Μακ Κούλοχ[3], είτε ο Χέρτσεν[4], ή ο Μαλτουέ, ο Προυντόν ή ο Σενιόρ. Ο Μαρξ ασυνήθιστα εύκολα άρχιζε την πολεμική και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι γενικά η πολεμική αυτή κάθε άλλο παρά γοητευτική είναι, όσο κι αν προσπαθούν να το απορρίψουν αυτό. Ο Μαρξ έγραψε τρία ολόκληρα βιβλία πολεμικής (δίχως καν να αναφερθούμε σε άλλες λεπτομέρειες), και τα έργα αυτά σήμερα είναι πολύ δύσκολο να τα διαβάσει κανείς, και όχι μόνο γιατί η πολεμική εν γένει προκαλεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον μεταξύ των συγγραφέων, παρά μεταξύ των αναγνωστών. Το ένα από τα βιβλία αυτά στρέφεται εναντίον του Φοχτ και βρίθει κουτσομπολιών για τους εμιγκρέδες και αλληλοκατηγοριών για τις πλέον ευτελείς πράξεις, μεταξύ των οποίων και η κατάδοση των αντιπάλων · το δεύτερο βιβλίο στρέφεται εναντίον του πρώην φίλου του Μαρξ, Μπρούνο Μπάουερ, εξαιτίας, δήθεν, της αποβολής του οποίου από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο ίδιος απέρριψε κάθε σκέψης ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας. Το βιβλίο αυτό βρίθει προσβολών και δίχως να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος έχει ένα παντελώς βέβηλο τίτλο («Η αγία οικογένεια») · τέλος, το τρίτο βιβλίο, το πιο γνωστό και πολύτιμο βιβλίο στρέφεται κατά του Προυντόν, το ύφος του όμως δεν αντιστοιχεί ούτε στο θέμα του, ούτε στις πρόσφατες σχέσεις του Μαρξ με τον ίδιο τον Προυντόν. Για να μην αναφερθούμε καν στο πλήθος αυτών των πολεμικών αναφορών, με τις οποίες είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί κανείς, ακόμη και στην εποχή της μέγιστης γοητείας που ασκούσε ο Μαρξ, στις υποσημειώσεις του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», ούτε στο πλήθος των κανονιοβολισμών κατά των σπουργιτιών, τους περιττούς σαρκασμούς και τις απλές χυδαιότητες (γιατί πως αλλιώς θα μπορούσαν να ερμηνευτούν οι υποσημειώσεις για τον Μάλθους και τον προτεσταντικό κλήρο και την υπερβολική του τάση στην τεκνοποιία, σελ 516 – 518 της ρωσικής μετάφρασης υπό τη διεύθυνση του Στρουβέ). Οι αναμνήσεις ορισμένων εκ των συγχρόνων του, οι οποίοι ανήκουν σε κύκλους ουδέτερους, οι οποίες συμπίπτουν ως προς την παράξενη αυτή εντύπωση που προκαλεί, σκιαγραφούν τον Μαρξ ως προσωπικότητα με αυτοπεποίθηση, αυταρχική, η οποία δεν ανέχεται να του φέρνει κανείς αντιρρήσεις (αρκεί να θυμηθούμε τον αγώνα του Μαρξ κατά του Μπακούνιν*στην Διεθνή και γενικά την ιστορία της διάσπασής της). Είναι, άλλωστε, γνωστή η τόσο γλαφυρή περιγραφή του Μαρξ από τον Χέρτσεν, ο οποίος δεν είχε γνωριστεί προσωπικά με τον Μαρξ. (Στη νέα, νόμιμη, έκδοση των έργων του Χέρτσεν, βλέπε: τόμος 3ος «Περασμένα και Σκέψεις», κεφάλαιο «Οι Γερμανοί στην εξορία». Στο σημείο αυτό ο Χέρτσεν διηγείται πως ο Μαρξ κατηγορούσε τον Μπακούνιν ως κατάσκοπο, ενώ εκείνος ήταν φυλακισμένος και δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθώς και μια σειρά αποπειρών να ρίξει την σκιά των κατηγοριών και κατά του ίδιου του Χέρτσεν, τον οποίο, επίσης, ο ίδιος ο Μαρξ δεν γνώριζε προσωπικά). «Δημοκρατικός δικτάτορας» - έτσι χαρακτηρίζει τον Μάρξ ο Άννενκοφ (στα γνωστά του απομνημονεύματα). Και ο χαρακτηρισμός αυτός μας φαίνεται ότι δίκαια εκφράζει την κοινή εντύπωση για τον Μάρξ[5], για εκείνη την ανυπόμονη και αυταρχική αυτοπεποίθηση, η οποία διαποτίζει όλα όσα χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά του. <…>
<…>Χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα των δικτατορικών προσωπικοτήτων είναι η άμεση και δίχως περιττές ευγένειες σχέση προς την ανθρώπινη ατομικότητα, οι άνθρωποι είναι για τις προσωπικότητες αυτές κάτι σαν αλγεβρικά σημεία, τα οποία προορίζονται ως μέσα για τον ένα ή τον άλλο στόχο ή αντικείμενο, έστω και υψηλών αισθημάτων, για την λίγο ή πολύ ενεργητική, έστω και την πιο καλοπροαίρετη, επίδραση. Στο πεδίο της θεωρίας η ιδιαιτερότητα αυτή εκφράζεται με την ανεπάρκεια της προσοχής προς την συγκεκριμένη, ζωντανή ανθρώπινη προσωπικότητα, με άλλα λόγια, με την αγνόηση των προβλημάτων της ατομικότητας. Αυτή η θεωρητική περιφρόνηση της προσωπικότητας, ο παραμερισμός του προβλήματος της προσωπικότητας υπό το πρόσχημα της κοινωνιολογικής ερμηνείας της ιστορίας είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική και για τον Μαρξ. Για εκείνον το πρόβλημα της προσωπικότητας, τον απόλυτα άτμητο πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας, η οποία αποτελεί κορυφαία ολοκλήρωση της ουσίας της, δεν υπάρχει. Ο Μαρξ – στοχαστής, εδώ άθελα του υποτάσσεται στον Μαρξ – άνθρωπο και διαλύει την προσωπικότητα μέσα στην κοινωνιολογία οριστικά, δηλαδή όχι μόνο εκείνο που όντως διαλύεται μέσα σε αυτή, αλλά και εκείνο που κάθε άλλο μπορεί να διαλυθεί, και η ιδιαιτερότητα αυτή, μεταξύ των άλλων, τον βοήθησε στην οικοδόμηση των τολμηρών και γενικευμένων θεωριών της «οικονομικής αντίληψης της ιστορίας», όπου στην προσωπικότητα και στην προσωπική δημιουργία ψέλνονται επικήδειοι ύμνοι. Τον Μαρξ δεν τον εξέπληξε, δεν του προκάλεσε την παραμικρή εντύπωση η εξέγερση του Στίρνερ, ο οποίος ήταν σύγχρονός του και ο οποίος εντυπωσίασε τόσο πολύ τον δάσκαλο του Μαρξ Φόιερμπαχ. Αγνόησε μάλιστα με επιτυχία, δίχως καμία ορατή επίπτωση πάνω του, τον πανίσχυρο ηθικό ατομικισμό του Καντ και του Φίχτε, με την ανάσα τον οποίων ήταν διαποτισμένη η ατμόσφαιρα της Γερμανίας την δεκαετία του ’30 (όπως γίνεται αισθητή αυτή η ανάσα ακόμη και στον Λασσάλ!). Πολύ δε περισσότερο για τον Μαρξ ήταν αδύνατη η διαβρωτική κριτική του «υπόγειου ανθρώπου» του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος μεταξύ των άλλων δικαιωμάτων υπερασπίζεται το φυσικό δικαίωμα στην … ανοησία και την ιδιοτροπία, έστω και λόγο της «προσωπικής ανόητης βούλησης για καλοπέραση». Σε αυτόν δεν υπήρχε η παραμικρή προαίσθηση του εξεγερμένου ατομικισμού του μελλοντικού Νίτσε, όταν περιχαράκωνε την ζωή και την ιστορία στα σπασμένα πλευρά του κοινωνιολογικού κορσέ. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Μαρξ οι άνθρωποι στοιβάζονται σε κοινωνιολογικές ομάδες, ενώ οι ομάδες αυτές αξιωματικά και νομοτελειακά σχηματίζουν ευθείες γεωμετρικές φιγούρες, λες και εκτός από αυτή την ευθεία κίνηση των κοινωνιολογικών στοιχείων στην ιστορία δεν συμβαίνει τίποτα άλλο, και αυτή η κατάργηση του προβλήματος και του ενδιαφέροντος για την προσωπικότητα, η εξαιρετική αφαίρεση είναι το βασικό χαρακτηριστικό του μαρξισμού και είναι τόσο ταιριαστή με την αυταρχική, κυριαρχική ψυχοσύνθεση του δημιουργού αυτού του συστήματος. Από τα απομνημονεύματα της κόρης του Μαρξ (Ελεωνόρας) πληροφορούμαστε ότι ο Μαρξ αγαπούσε την ποίηση του Σαίξπηρ και συχνά την διάβαζε. Δεν μπορούμε, φυσικά, να αμφισβητήσουμε την αλήθεια αυτών των μαρτυριών, είναι δυνατές κάθε είδους ιδιομορφίες του γούστου, ωστόσο, αναζητώντας τα ίχνη αυτής της έλξης και της έμπρακτης επίδρασης που άσκησε ο Σαίξπηρ στον Μαρξ, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι στα έργα του τελευταίου, μια τέτοια επίδραση δεν ανιχνεύεται. Και δεν είναι εκπληκτικό, γιατί απλά είναι αδύνατον θα φανταστούμε άλλο τόσο ξένο και αντίθετο για τον μαρξισμό συνολικά στοιχείο, από τον κόσμο της ποίησης του Σαίξπηρ, στην οποία η τραγωδία της προσωπικής ψυχής και το ανεξερεύνητο της μοίρας είναι το επίκεντρό της. Είναι αλήθεια, νομίζω, ότι το σχεδόν μοναδικό ίχνος του Σαίξπηρ, το οποίο βρίσκουμε στον Μαρξ, είναι το απόσπασμα από τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» για τον χρυσό και στη συνέχεια την τόσο ταιριαστή για οικονομικό δοκίμιο αναφορά στον Σάιλοκ, μόνο που αυτός ο επιφανειακός χαρακτήρας αυτών των αναφορών απλά επιβεβαιώνει την σκέψη μας ότι ο Μαρξ δεν είχε καμιά βαθύτερη εσωτερική επαφή με τον Σαίξπηρ και η μουσική των ψυχών τους κάθε άλλο παρά ενώνεται, παρά προκαλεί μια τρομερή αναντιστοιχία. Ο Μαρξ, ανεξάρτητα από την θυελλώδη ζωή του, ανήκει σ’ εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι ξένοι προς κάθε τραγωδία, οι οποίοι εσωτερικά είναι ήρεμοι και κάθε άλλο παρά μοιάζουν με τις μορφές των ταραγμένων ψυχών του Σαίξπηρ. Τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της κοσμοθεωρίας του Μαρξ που αναφέραμε, η αγνόηση εκ μέρους του των προβλημάτων του ατομικού και του συγκεκριμένου, σε σημαντικό βαθμό προκαθορίζουν και την γενικότερη θρησκευτική μου μορφή, προαποφασίζουν την σχετική του απάθεια για το θρησκευτικό ζήτημα, αφού αυτό είναι πριν απ’ όλα πρόβλημα ατομικό. Αυτό είναι το ζήτημα περί των αξιών της ζωής μου, της προσωπικότητάς μου, των δεινώνμου, της σχέσης προς τον Θεό της ατομικής ανθρώπινης ψυχής, πρόβλημα της ατομικής, και όχι απλά κοινωνιολογικής της, σωτηρίας. Εκείνη η μοναδική εν είδει, αναντικατάστατη, απολύτως ανεπανάληπτη προσωπικότητα, η οποία μόνο μια φορά, κάποια στιγμή, εμφανίστηκε στην ιστορία, διεκδικεί την αιωνιότητα, το απόλυτο, την μη εφήμερη σημασία, την οποία μπορεί να υποσχεθεί μόνο η θρησκεία, ο ζων «Θεός των ζωντανών» της θρησκείας, και όχι ο νεκρός θεός της κοινωνιολογίας. Και αυτό – πότε δίχως την θρησκεία και έξω από την θρησκεία ανεπίλυτο, και μάλιστα απλά αδιανόητο πρόβλημα είναι που προσδίδει στην θρησκευτική συνείδηση, στην θρησκευτική αμφιβολία και γενικά στα θρησκευτικά βιώματα εκείνη την ένταση, την κάψα και τον πόνο. Στο σημείο αυτό, αν θέλετε, έχουμε εκείνον τον ατομικιστικό εγωισμό, ύψιστης όμως μορφής και όχι εμπειρικής αυταρέσκειας, εκείνη την ύψιστη πνευματική δίψα, εκείνη την ύψιστη επιβεβαίωση του Εγώ, εκείνο τον άγιο εγωισμό, ο οποίος διατάζει την καταστροφή της ψυχής σου ώστε να σωθεί, την καταστροφή του εμπειρικού, του σαρκικού και του βασανιστικού ώστε να σωθεί το πνευματικό, το αόρατο και το άσαρκο. Και αυτό δεν είναι πρόβλημα, αλλά βάσανο της ατομικότητας, είναι το αίνιγμα περί ανθρώπου και ανθρωπότητας, για το ότι σε αυτά υπάρχει το μοναδικά υπαρκτό και αιώνιο, περί της ζώσας ψυχής, η οποία συνοδεύει την σκέψη για όλες τις καμπές, δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αποκοιμηθεί θρησκευτικά, από αυτήν, όπως από τον σπόρο των φυτών, μεγαλώνουν οι θρησκευτικές διδασκαλίες και οι φιλοσοφικές θεωρίες, και τίθεται το ερώτημα αν αυτή η ανάγκη και η ικανότητα στην «αναζήτηση του επέκεινα» δεν είναι η προφανής μαρτυρία της καταγωγής του ανθρώπου όχι από τον κόσμο τούτο! <…>
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
(από http://samizdatproject.blogspot.gr/2012/11/blog-post_5721.html)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου