18 Δεκεμβρίου 2014

Η δημιουργικότητα της σιωπής...

Η σιωπή στις τέχνες ήταν πάντα ένα συναρπαστικό πεδίο διερεύνησης. Είναι η στιγμή εκείνη κατά την οποία το άτομο αναγκάζεται να αφουγκραστεί πράγματα που ακριβώς επειδή θεωρεί αυτονόητα δεν τα προσέχει. Η σιωπή, σε αντίθεση με άλλες εμπειρίες, δεν περιγράφεται.

 Είναι κάτι που βιώνει κάποιος. Οπως συνέβη στην περίφημη περφόρμανς του Τζον Κέιτζ, για παράδειγμα, το 1952, όπου η σιωπή «έγραψε».
Η σιωπή του Κέιτζ
Επηρεασμένος από τις λευκές επιφάνειες του ζωγράφου Ράουσενμπεργκ, ο πρωτοποριακός Αμερικανός καλλιτέχνης θα δοκιμάσει την επικοινωνιακή δυναμική της σιωπής με το 4.33' (τέσσερα λεπτά και 33 δεύτερα), μια σύνθεση στην οποία δεν ακούστηκε ούτε μία νότα. Ακόμη και ο κόσμος που το γνώριζε και ήταν γενικά ανεκτικός απέναντι στις περίεργες δουλειές του, δεν το περίμενε. Αρκετοί αποχώρησαν εκνευρισμένοι, κάποιοι άλλοι διαμαρτυρήθηκαν. Αδιάφορα όλα αυτά. Σημασία έχει ότι η σύνθεση αυτή θα τον κάνει παγκόσμια είδηση εν μια νυκτί.
Ο Κέιτζ, τότε με έντονο ενδιαφέρον για το βουδισμό, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει απόλυτη σιωπή και ότι κάθε ήχος μπορεί να αποκτήσει μουσικές ιδιότητες μέσα στο κατάλληλο περιβάλλον και με την κατάλληλη σύλληψη και ανάλογη δομή, που εν συνεχεία ο θεατής μπορεί να γεμίσει με τις δικές του φαντασιώσεις, εμπειρίες, συσχετισμούς και νοήματα. Κάπως έτσι ο Κέιτζ εγκαινιάζει ένα είδος «μουσικής του τυχαίου-αλεατορισμός», το οποίο θα βρει ικανούς μιμητές ανά την υφήλιο, όπως ο Ιταλός συνθέτης Λουίτζι Νόνο, όπως και ο επίσης Ιταλός Ενρίκο Μορικόνε. Το ενδιαφέρον είναι ότι το 2002 ο Κέιτζ θα σύρει στα δικαστήρια, με την κατηγορία του πλαγιαρισμού, το συνθέτη Μ. Μπατ για το κομμάτι του «Ενός λεπτού σιγή». Θα κερδίσει τη δίκη και μαζί με αυτήν και το πικρό σχόλιο του Βρετανού συνθέτη ο οποίος, απαντώντας στους δημοσιογράφους, θα υποστηρίξει ότι, σ' αντίθεση με τον Κέιτζ, αυτός χρειάστηκε μόνο ένα λεπτό για να πει ό,τι είχε να πει. Αρα η σιωπή του ήταν πιο πρωτότυπη.
Γενικά η σιωπή στη μουσική πάντα είχε την τάση να δημιουργεί ένα αίσθημα μυστηρίου και στοχαστικότητας, ιδιαίτερα στον χώρο της θρησκευτικής μουσικής, όπως η περίπτωση του Εσθονού Αρβο Παρτ.

Γράφεται η σιωπή;
Τι γίνεται όμως όταν κάποιος θέλει να γράψει τη σιωπή, τη λέξη, το σημαίνον της, το γλωσσικό της σύμβολο; Πώς γράφει τη φύση ή την ποιότητα ή την εμπειρία της σιωπής; Πώς διαχωρίζει τη στιγμή που η ομιλία σταματά από τη στιγμή που η ομιλία αρχίζει; Τη διαφορά ανάμεσα στην παρουσία της σιωπής και την απουσία της ομιλίας; Πώς μπορεί να διαχωριστεί η γαλήνη της σιωπής από τον τρόμο της σιωπής; Ή η αλαλία, που πηγάζει από το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα να πει, από τη σιωπή της απαγορευμένης ομιλίας; Πώς γράφει κανείς την ανάγκη να μιλήσει;
Σε κάθε περίπτωση, γράφοντας τη σιωπή απαιτεί πλαίσιο, με λεπτομερή περιγραφή και ορισμό. Δηλαδή, χρειάζεται περισσότερη γλώσσα (λόγος). Η σιωπή δεν γράφεται διά της παράλειψης ή από την απουσία των λέξεων. Χωρίς τη δεικτική συνεισφορά του αντιθέτου (να υπογραμμίζει την ύπαρξή της), η παρουσία της παρακάμπτεται, ακόμη και ακυρώνεται.
Η σιωπή υπάρχει, αποκτά φυσική παρουσία μέσα από τη λαλίστατη γλώσσα, μέσα από τα σωθικά της. Και αυτή η άρθρωση και το πλαίσιο βοηθούν το δέκτη να εκτιμήσει την ποιότητα και τα στοιχεία της. Η πραγματική όμως σιωπή δεν περιγράφεται. Μόνο βιώνεται. Οπως στο θέατρο, όπου επιβιώνει και χωρίς το λόγο (του γραπτού κειμένου), οπότε αποκτά αυτονομία και ιδιότητες δράσης.
Η σιωπή στο θέατρο
Κορυφαία παραδείγματα αυτού που συζητούμε είναι οι Μπέκετ και Πίντερ, δύο συγγραφείς που ποτέ δεν λείπουν από τις σκηνές μας. Και δεν είναι οι μόνοι. Ολοένα και περισσότεροι συγγραφείς και πρακτικοί του θεάτρου, κυρίως από τη νεότερη γενιά, αναζητούν τις επικοινωνιακές τους λύσεις στις παύσεις και στις σιωπές -να θυμίσω εν τάχει το περίφημο «Ο ήχος της σιωπής» του Αλβις Ερμανίς, που είδαμε στα 11α Ευρωπαϊκά βραβεία θεάτρου στη Θεσσαλονίκη. Είναι η απάντησή τους στη φλυαρία και στην κενότητα της γλώσσας. Οπως είχε πει και ο Πίντερ, με αφορμή το έργο του «Προδοσία», το οποίο παρουσιάζει οσονούπω το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή, «όταν πέφτει πραγματική σιωπή... είμαστε πιο κοντά στη γύμνια». Η σιωπή έχει να κάνει με την έκφραση βαθιών συναισθημάτων, μας λέει. «Οσο πιο έντονη είναι η εμπειρία τόσο λιγότερο εκφραστική είναι η συγκροτημένη άρθρωσή της».
Η σιωπή κουβαλά μέσα της μουσικότητα. Μπορεί να είναι οτιδήποτε και από οπουδήποτε. Οπως ο ήχος του ορθάνοικτου στόματος στον Μπέκετ που δεν βγάζει άχνα, όμως είναι εκκωφαντικός. Αυτοί οι συγγραφείς γνωρίζουν πώς να απελευθερώνουν ενέργεια με την ευαισθησία ποιητή και τη ρυθμικότητα μουσικού. Συνθέτουν κείμενα-παρτιτούρες, όπου οι ήχοι, οι τόνοι, τα ημιτόνια και οι παύσεις έχουν τους δικούς τους εσωτερικούς ρυθμούς. Οπως ο Κέιτζ, έτσι κι αυτοί δείχνουν ότι όταν ένα άτομο δεν έχει τίποτα να πει, τότε η φύση και το περιβάλλον αναλαμβάνουν να μιλήσουν αντ' αυτού, περιορίζοντας έτσι και το ρόλο της δημιουργικής πράξης.
Το ανησυχητικό σήμερα είναι ότι η σιωπή δεν είναι προσωπική επιλογή, αλλά επιβεβλημένη. Ζούμε κατά μόνας, στέλνουμε μηνύματα στο Ιντερνετ, αλλά στην ουσία δεν επικοινωνούμε. Είναι μια σιωπή ήττας και όχι στοχασμού όπως στον Μπέκετ, για παράδειγμα, ο οποίος, από ό,τι λένε όσοι τον γνώρισαν, ζούσε μέσα σε ατελείωτες σιωπές, και μάλιστα ανάμεσα σε φίλους, που διαρκούσαν ακόμη και μέρες. Ηταν οι πιο δημιουργικές στιγμές του. 7
(από:http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=454714)

Δεν υπάρχουν σχόλια: