10 Απριλίου 2009

O ΄ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΓΚΟΓΚΟΛ



Ο Νικολάι Γκόγκολ είναι πλουσιότατη πηγή της ρωσικής λογοτεχνίας, της ρωσικής σκέψης και της ρωσικής αυτοσυνείδησης, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα ανάγλυφο σήμερα, όταν το έργο και η μορφή του κλασικού συγγραφέα βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής όλου του πολιτιστικού κόσμου.

«Μου αρέσει πολύ η ΄Ανοιξη. Μου φαίνεται ότι κανένας στον κόσμο δεν την αγαπά έτσι, όπως εγώ»,- έγραφε ο Νικολάι Γκόγκολ, άνθρωπος που γεννήθηκε την ΄Ανοιξη στο Νότο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Τότε, στις αρχές του 19ου αιώνα εκείνη η περιοχή ονομαζόταν Μαλορόσια (Μικρή Ρωσία) και σήμερα είναι ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία Ουκρανία. Η ΄Ανοιξη δε εδώ, και σήμερα όπως και τότε, είναι ορμητική, ηλιόλουστη και φανταχτερή: βαθύς γαλανός ουρανός, μεστή σμαραγδένια πρασινάδα, λευκορόδινος αφρός των ανθισμένων κήπων, λιλέ βότρεις των πασχαλιών και το ίδιο ζωηροί και εντυπωσιακοί άνθρωποι με τις ενδυμασίες και τους λαμπρούς, καταπληκτικούς χαρακτήρες τους, με την πρωτότυπη λαλιά, τα τραγούδια και τις παραδόσεις τους.
Αυτός ο ιδιόμορφος κόσμος, από τον οποίο ο Νικολάι Γκόγκολ έφυγε για την Πετρούπολη σε ηλικά 19 χρονών, ύστερα από 3 χρόνια σπινθηροβόλησε με όλα τα χρώματά του στο πρώτο του κιόλας βιβλίο «Βραδιές στο χωριουδάκι κοντά στην Ντικάνκα» (1931-1832). Τρόπος ζωής και φαντασία, φολκλόρ και ποίηση, αγαθότητα και ειρωνία – όλα αυτά συνενώθηκαν στις νουβέλες και τα διηγήματα αυτής της συλλογής του. Ο Μεγάλος Πούσκιν, πρώτος ποιητής της Ρωσίας με τον οποίο ο Γκόγκολ μόλις πρόσφατα γνωρίστηκε ξεφώνησε κατάπληκτος: «Να, η πραγματική ευθυμία, ειλικρινής, αβίαστη, χωρίς καμώματα και τουπέ και πότε-πότε τι ποίηση! και τι ευαισθησία!»
Ήθελε να είναι εύθυμος αυτός ο επαρχιώτης Γκόγκολ. ΄Εστω και στη λογοτεχνία μια και στη ζωή ο Θεός τον έκανε εντελώς διαφορετικό. «Κάτω από το ύφος ψυχρού και σκυθρωπού ανθρώπου κρυβόταν μια ζωηρή, κοχλάζουσα επιθυμία για ευθυμότητα,- ομολογούσε ο ίδιος ο Γκόγκολ. Ανακάλυπτα το μυστικό της εύθυμης και ευτυχισμένης ζωής. Το ανακάλυπτα συχνά χωρίς πεντάρα στην τσέπη, κάνοντας ολόκληρη μέρα την αδιανόητη δουλιά του υπαλλήλου και τις νύχτες ασχολούμενος με την λογοτεχνία».
Οι αναγνώστες γελούσαν διαβάζοντας τα βιβλία του και ιδιαίτερα την κωμωδία του «Ο Επιθεωρητής» που ανεβάστηκε στη σκηνή της Πετρούπολης το 1836, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας φρικίαζε από τέτοια κατανόηση των έργων του. ΄Ηλπιζε σε κάτι άλλο. Ήλπιζε ότι μέσα από την ευθυμία και τα αστεία οι άνθρωποι θ’ ακούσουν «τον ήχο της κομμένης χορδής», τον ήχο της θλίψης και της μοναξιάς. Θα αισθανθούν την γεύση της πίκρας που πρόσδωσε ο συγγραφέας σε ένα ανεπιτήδευτο ανέκδοτο για έναν κατεργάρη και καυχησιάρη που ξεγέλασε όλη την πόλη. Ανέκδοτο από το οποίο βγήκε η φαρσοκωμωδία «Ο Επιθεωρητής». «Με τι γελάτε; Γελάτε με τον ευατό σας!..» Αυτή η φράση από τον «Επιθεωρητή» δεν είναι ρητορική. Απευθύνεται προς τη συνείδηση του κάθε ανθρώπου και όλης της κοινωνίας, κάτι που και σήμερα είναι επίκαιρο,- θεωρεί ο γνωστός σκηνοθέτης κινηματογράφου Πάβελ Τσουχράι, ο οποίος γύρισε ταινία με βάση την ημιτελή κωμωδία του Νικολάι Γκόγκολ «Παίκτες».
«Η Ρωσία του 19ο αιώνα στα έργα του Γκόγκολ μοιάζει καταπληκτικά με τη σημερινή. Όταν τα διαβάζεις νοιώθεις πως γίνεται λόγος για τις μέρες μας. Ας πάρουμε λ.χ. τον υπάλληλο-δωρολήπτη, τον οποίο παρακαλούν : «κάνετε μόνο, σας παρακαλώ, ό,τι σας ζητώ», απαντά ακριβώς έτσι όπως απαντούν οι σημερινοί μας γραφειοκράτες: «Θα προσπαθήσουμε, θα προσπαθήσουμε…» και τίποτε άλλο. Θα ήταν ωστόσο άδικο να νομίζουμε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στη χώρα μας»,- παρατήρησε ο Πάβελ Τσουχράι.
Το κυριότερο λογοτεχνικό έργο της ζωής του Νικολάι Γκόγκολ — οι «Νεκρές ψυχές», γράφτηκε στο εξωτερικό. Από το 1836, το διαβατήριο του συγγραφέα έμοιαζε με το διαβατήριο κάποιου πλασιέ: εκεί ήταν σημειωμένες σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρώπης. Περισσότερο όμως απ’ όλες τον τραβούσε η Ιταλία – με το ζεστό της κλίμα όπως στον αγαπημένο του Νότο και με την τελειότητα της Μεγάλης της Τέχνης. Ο Γκόγκολ απαιτούσε και από τον ευατό του τέτοια τελειότητα – συγγραφική και ανθρώπινη – στις σκέψεις του, στην ψυχή και στην πίστη του. Η ιδέα των «Νεκρών ψυχών» μεγαλώνει, αποκτώντας πραγματικά «ομηρικές» διαστάσεις. Δεν είναι πια ένα απλό ανέκδοτο για κάποιο κοινό άνθρωπο που θέλει να φαίνεται στα μάτια της κοινωνίας σημαντική φιγούρα και για αυτό τον σκοπό αγοράζει πάμφθηνα από τους επαρχιακούς τσιφλικάδες έγγραφα των δουλοπαροίκων τους- μάλιστα, όχι των υπαρκτών, των ζωντανών αλλά… των νεκρών και φτιάχνει με αυτό τον τρόπο κάποιο μυθικό κεφάλαιο. Σ΄αυτή την τυχοδιωκτική ξεκαρδιστική περιπέτεια εμπλέκονται πάρα πολλοί άνθρωποι με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κάποια φαντασμαγορία, κάποιο στο ξυπνό όνειρο, αλλά στην πραγματικότητα – μια ανάγλυφη αναπαράσταση της ιστορίας των ηθών της ρωσικής κοινωνίας και των ελαττωμάτων του ανθρώπου. Τέτοιος ακριβώς είναι ο πρώτος τόμος των «Νεκρών ψυχών», ποιήματος όπως ονόμαζε αυτό το έργο του ο ίδιος ο Γκόγκολ. Ο συγγραφέας το έγραφε από το 1835 ως το 1842, αποκαλύπτωντας το βάθος της κατάπτωσης του ανθρώπου σαν να κατέβαινε τα σκαλοπάτια του ΄Αδη. Προγραμμάτιζε την εγγραφή του δεύτερου και του τρίτου τόμου ακόμα. Τι περίμενε τους ήρωες του ποιήματος εκεί; Καθαρτήριο ή παράδεισος; Δεν θα το μάθουμε ποτέ αυτό γιατί ο Γκόγκολ έκαψε τον δεύτερο τόμο των «Νεκρών ψυχών» τον Φεβρουάριο του 1852 και ύστερα από 10 μέρες πέθανε.
Οι μελετητές του δημιουργικού έργου του Νικολάι Γκόγκολ θεωρούν ότι ο συγγραφέας με τις «Νεκρές ψυχές» του απέδειξε ότι δεν είναι μόνο μεγαλοφυΐα της φαντασίας, αλλά και άνθρωπος που καταλαβαίνει πολύ καλά τι γίνεται στην πραγματικότητα στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Είδε τους κινδύνους που εγκυμωνούσαν οι ανερχόμενες επαναστάσεις, κινδύνους για τους οποίους κυριολεχτικά κραύγαζε αργότερα ο Ντοστογιέφσκι. Αφού είδε την Ευρώπη από τα μέσα ο Γκόγκολ κατάλαβε πολλά για τις τότε εξελίξεις στη Ρωσία. Ακριβώς η πείρα της ζωής του στην Ευρώπη του εξήγησε ότι η Ρωσία δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναλάβει τον δρόμο της.
Ο πρώτος τόμος των «Νεκρών ψυχών» του Γκόγκολ προκάλεσε διάσπαση στο αναγνωστικό περιβάλλον και σκληρή πολεμική ανάμεσα στους δυτικόφιλους και τους σλαβόφιλους, αλλά το λογοτεχνικό κύρος του συγγραφέα παρέμενε αναμφισβήτητο. Μετά τον Πούσκιν ο Γκόγκολ έγινε ο πρώτος συγγραφέας της Ρωσίας. Δεν γίνεται, βέβαια, λόγος για τα πρωτεία. Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι ο Γκόγκολ κατάφερε να κοιτάξει στα άδυτα της ψυχής του ανθρώπου πιο βαθιά απ’ ό,τι ο Πούσκιν και δεν φοβήθηκε να το κάνει αυτό.
«Χάρι σ’ αυτό ακριβώς εξασφάλισε την αθανασία των έργων του»,- θεωρεί ο Σεργκέι Χουντιακόφ, διευθυντής της Υπηρεσίας Πολιτισμού της μοσχοβίτικης κυβέρνησης. Το δημιουργικό έργο του Γκόγκολ, κατά τη γνώμη του, είναι πάντα επίκαιρο. Είναι έργο παντός καιρού. Όσο περισσότερος χρόνος περνά από τότε που γράφτηκε το ένα ή το άλλο του έργο, τόσο πιο φανερά προβάλλει – και σήμερα έγινε μάλλον ολοφάνερο — το μεγαλείο του Νικολάι Γκόγκολ ως συγγραφέα και ως πολίτη. Γιατί εκείνα τα θέματα που πρόβαλε, που συζητούσε και που έγραφε ίσως είναι πολύ πιο επίκαιρα σήμερα απ’ ό,τι ήταν στην εποχή του.
Με τον Γκόγκολ η ρωσική λογοτεχνία βγήκε κυριολεχτικά στον κόσμο. Όσον αφορά δε τη ρωσική λογοτεχνία, «από τον Γκόγκολ άρχισε η γνώση της λογοτεχνίας μας: ο μηδενισμός του Λεβ Τολστόι, τα βάραθρα του Ντοστογιέφσκι και η ανταρσία του Ρόζανοφ. Χωρίς τον Γκόγκολ ίσως θα υπήρχαν ισορροπία, ευδαιμονία και ύστερα απ’αυτές — ολοκληρωτική ακαρπία, ενώ μετά τον Γκόγκολ — πλήρης δυσμένεια, παγκόσμια διάσταση και παγκόσμια της δόξα». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Κονσταντίν Μοτσούλσκι, Ρώσο μελετητή του Γκόγκολ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: