10 Αυγούστου 2009
Οταν οι ηθοποιοί απέκτησαν φωνή
Πριν από ογδόντα χρόνια οι αμερικανοί θεατές άκουσαν για πρώτη φορά τους αγαπημένους τους πρωταγωνιστές να μιλάνε στις ταινίες. Πολλοί, όμως, απογοητεύτηκαν... Το 1929 στις περισσότερες αμερικανικές και σε επιλεγμένες οθόνες στον υπόλοιπο κόσμο, ο Μίκι Μάους μιλούσε πρώτη φορά, με τη φωνή του ίδιου του Ντίσνεϊ, κατενθουσιάζοντας μικρούς και μεγάλους.
Την ίδια χρονιά, ο παραγωγός Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, το «παιδί-θαύμα» του Χόλιγουντ, αισθανόταν περήφανος για την ιστορία της ταινίας του, «Η κιβωτός του Νώε», που συνδύαζε αρχαίες αλλά και σύγχρονες ιστορίες, μ' εκείνη της βιβλικής Κιβωτού. Ηταν η πρώτη «100% ομιλούσα», όπως διαφημίστηκε, ταινία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εστω κι αν το πρώτο τρίτο της ταινίας, που διαρκούσε συνολικά 135 λεπτά, ήταν βουβό, με μόνη ηχητική πλευρά τη μουσική.
Στην πραγματικότητα, η πρώτη ομιλούσα -αν και μόνο σε μικρά επιλεκτικά σημεία μια και είχε γυριστεί βωβή- ταινία, «Ο τραγουδιστής της τζαζ», είχε γυριστεί δύο χρόνια πριν και θεωρήθηκε σαν ένα εντυπωσιακό αξιοπερίεργο που θα ξεχνιόταν σύντομα.
Διάσημοι σκηνοθέτες, ανάμεσά τους ο Αϊζενστάιν και ο Τσάπλιν, είχαν ταχθεί εναντίον του ήχου, τονίζοντας πως αυτός θα κατέστρεφε την ιδιάζουσα γλώσσα που είχε δημιουργήσει ο βωβός κινηματογράφος. Γλώσσα, όπως σωστά τόνιζαν, παγκόσμια, μια και δεν χρειαζόταν διαλόγους για να εκφραστεί.
Η χρονιά του 1929 έβλεπε να εμφανίζονται οι τελευταίες βωβές ταινίες: από «Το φιλί» με την Γκρέτα Γκάρμπο και την πρώτη βερσιόν της περιπέτειας «Τα τέσσερα φτερά» των Σέντσακ και Κούπερ, στις ΗΠΑ, μέχρι τις «Το ημερολόγιο ενός παραστρατημένου κοριτσιού» του Παμπστ, στη Γερμανία, «Ο Ανδαλουσιανός σκύλος» του Μπουνιουέλ στη Γαλλία και «Η γενική γραμμή» του Αϊζενστάιν, στη Σοβιετική Ενωση.
Γυμνές σκηνές
Την ίδια χρονιά, ο μεγάλος Εριχ φον Στρόχαϊμ, δημιουργός της κλασικής «Απληστίας» (1919), αναγκάζεται να σταματήσει τα γυρίσματα της βουβής ταινίας του «Βασίλισσα Κέλι», με πρωταγωνίστρια την Γκλόρια Σουάνσον, γιατί ο χρηματοδότης της (και, απ' ό,τι λεγόταν, εραστής της), Τζόζεφ Κένεντι, τρόμαξε με το τολμηρό θέμα της.
Αρχικά ο Κένεντι είχε συμφωνήσει να χρηματοδοτήσει την ταινία με 800.000 δολάρια, που θα γυριζόταν σε 40 βδομάδες σε 30 συνολικά μπομπίνες.
Τα γυρίσματα είχαν αρχίσει το 1928, αλλά με τον ερχομό τού ομιλούντα διακόπηκαν ενώ είχαν γυριστεί μόνο οι δέκα μπομπίνες. Η Σουάνσον σκεφτόταν να προσθέσει μερικές ομιλούσες σκηνές, η σύγκρουσή της όμως με τον Στροχάιμ έδωσε τέλος σε μια ταινία που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο λόγος της σύγκρουσης αναφερόταν στην ιστορία της ταινίας, ιδιαίτερα στο φινάλε της, που σόκαρε τη Σουάνσον αλλά και τον Κένεντι. Η πρωταγωνίστρια ερμήνευε ένα αθώο καθολικό κορίτσι, την Κίτι Κέλι, την οποία ξελογιάζει ένας ασελγής πρίγκιπας για να καταλήξει στην Αφρική, όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση ενός μπορντέλου.
Το προκλητικό για την εποχή του αυτό φινάλε, μαζί με κάποιες γυμνές σκηνές χορευτριών, θέλησε να περικόψει η επιτροπή λογοκρισίας του Γουίλ Χέις που μόλις είχε ιδρυθεί, ενώ η Σουάνσον, που ήθελε διαφορετικό τέλος, ανέθεσε σε άλλο σκηνοθέτη να γυρίσει το δικό της, συντηρητικό φινάλε. Πάντως, σήμερα η ταινία (όση διασώθηκε) αποκαταστάθηκε, τόσο με σκηνές που είχαν αφαιρεθεί όσο και με φωτογραφίες από την υπόλοιπη ταινία, σύμφωνα πάντα με το σενάριο του Στρόχαϊμ.
Παρ' όλο που ορισμένοι σκηνοθέτες ήταν ενάντια στη χρήση του ήχου, το κοινό, αντίθετα, τον αντιμετώπιζε διαφορετικά. Η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το 1927 «Ο τραγουδιστής της τζαζ» έκανε τα στούντιο να στραφούν με ταχύτητα προς τον ομιλούντα. Δεν ήταν, όμως, και τόσο εύκολο. Τα έξοδα ήταν τεράστια, τόσο για τα στούντιο όσο και για τις αίθουσες που έπρεπε να εξοπλιστούν με τα αναγκαία μηχανήματα: από τις μηχανές λήψης, που έπρεπε να προσαρμοστούν στον ήχο («φυλακίστηκαν» κυριολεκτικά σε τεράστια κουτιά για την αναγκαία μόνωση), μέχρι τις μηχανές προβολής και τα ηχεία.
Μερικοί αποσύρθηκαν
Ενα άλλο πρόβλημα που εμφανίστηκε ήταν τα αρνητικά αποτελέσματα από τη φωνή ορισμένων σταρ. Το κοινό έδειχνε να μην είναι ικανοποιημένο από τις φωνές ορισμένων μεγάλων σταρ του βωβού όπως ο Τζον Γκίλμπερτ, ο Λαϊόνελ Μπάριμορ, η Θίντα Μπάρα, ο Μπάστερ Κίτον, ο Χάρολντ Λόιντ, ακόμη και η Μαίρη Πίκφορντ, οι οποίοι αναγκάστηκαν σύντομα να αποσυρθούν.
Ακόμη, ο ήχος έσπρωξε τα στούντιο να στραφούν σε ηθοποιούς της σκηνής που μπορούσαν να εκφέρουν καλύτερα το λόγο, δίνοντας στους διαλόγους υπερβολική σημασία εις βάρος της δράσης και γενικότερα της κίνησης. Αυτό και η δυσκολία της κίνησης της κάμερας είχαν ως αποτέλεσμα οι ταινίες να μοιάζουν περισσότερο με θέατρο παρά με κινηματογράφο.
Υπήρχαν, όμως, και οι σκηνοθέτες εκείνοι που άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σωστή, δημιουργική χρήση του ήχου.
Αυτό φάνηκε καλύτερα σε κινηματογραφικά είδη, όπως το γουέστερν, την γκανγκστερική ταινία και το μιούζικαλ: ο ήχος των αλόγων που τρέχουν, τα κυνηγητά και οι πυροβολισμοί, στα γουέστερν, τα κυνηγητά με αυτοκίνητα στην άσφαλτο, οι συγκρούσεις και τα μυδραλιοβόλα, μαζί και ένας ιδιαίτερα ζωντανός διάλογος της πιάτσας, στις γκανγκστερικές ταινίες, οι χοροί και τα τραγούδια στα μιούζικαλ, ήταν στοιχεία που τραβούσαν το κοινό.
«Η Γκάρμπο μιλάει», βροντοφώναζαν οι διαφημίσεις, «100% ομιλούσα και άδουσα», ήταν ο τρόπος με τον οποίο διαφημιζόταν το μιούζικαλ. Επιτέλους, ένας «All-Talking» Μίκι Μάους διαφήμιζαν τα στούντιο του Ντίσνεϊ. Ο Γκάρι Κούπερ γύριζε την πρώτη του ομιλούσα, το γουέστερν «The Virginian».
Η Μέτρο-Γκόλντουιν-Μέγερ με το πρώτο «All-Singing, All-Dancing, All-Talking» μιούζικαλ, «Broadway Melody», σημείωσε παντού επιτυχία (στο Λονδίνο έκοψε μισό εκατομμύριο εισιτήρια!). Οι αδερφοί Μαρξ μετέφεραν στην οθόνη, με επιτυχία, από το Μπρόντγουεϊ την ήδη φημισμένη μουσική κωμωδία τους «Cocoanuts», που θα τους ανοίξει το δρόμο για μια σειρά από κινηματογραφικές επιτυχίες.
Ο Γερμανός Ερνστ Λούμπιτς, που μετακόμισε στο Χόλιγουντ από το 1923, χρησιμοποίησε τον ήχο για να φτιάξει μια απολαυστική μουσική κωμωδία, την «Ερωτική παρέλαση», με τον Μορίς Σεβαλιέ και τη Ζανέτ ΜακΝτόναλντ.
Στην Ευρώπη, τα πράγματα καθυστερούσαν κάπως: Στη Γερμανία, η ΟΥΦΑ προχώρησε στο κατασκευή, στο Νόιελμπάμπελσμπεργκ, των πιο μοντέρνων στούντιο της Ευρώπης, όπου σκηνοθέτες όπως ο Φριτς Λανγκ και ο Παμπστ θα συνέχιζαν το εξπρεσιονιστικό έργο τους. Στην Αγγλία, το 1929 κιόλας, ο 29χρονος Αλφρεντ Χίτσκοκ γυρίζει με τον «Εκβιασμό» (που αρχικά την ξεκίνησε σε βωβή βερσιόν), την πρώτη αγγλική ομιλούσα ταινία.
Την ίδια χρονιά, καθιερώνεται και στην Ελλάδα ο «Ομιλών και Ηχητικός», όπως τον αποκαλούσαν οι εφημερίδες της εποχής. Κινηματογραφικές αίθουσες όπως το «Αττικόν» και το «Ιντεάλ» διαφήμιζαν τις ηχητικές ταινίες τους. «Ο γνωστός εις όλους τους Αθηναίους και όλας τας Ατθίδας διάσημος ηθοποιός ΡΑΜΟΝ ΝΟΒΑΡΡΟ θα ομιλήσει και θα τραγουδήσει εις το υπέροχο, ρομαντικό ειδύλλιο ΡΑΨΩΔΙΑ ΕΡΩΤΟΣ», διαφήμιζε το «Εθνος» το «Αττικόν».
Ενώ, δίπλα, το «Ιντεάλ» ειδοποιούσε ότι θα προβάλει την ταινία «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ», «ομιλούσα και ηχητική παραγωγή του Γκρίφιθ».
Υπήρχαν, όμως, και εκείνοι που υπεράσπιζαν το βωβό. Παράδειγμα ο Τ. Μωρ., που στο «Εθνος» (2/10/1929), έγραφε για το θεατή που προτιμούσε τις βουβές, χωρίς κανένα ήχο, ταινίες: «Ηταν το μόνο θέατρον, η μόνη απόλαυσις που του εδίδετο, χωρίς κρότον, χωρίς ήχον, χωρίς θόρυβον, ήταν κάτι σαν βάλσαμο ύστερα από την ταραχή της ημέρας», ενώ, λίγο πιο κάτω, διερωτόταν, απευθυνόμενος στον Ομιλούντα: «Ηταν ανάγκη, αδελφέ μου, να ομιλήσεις;..».
Και τα πρώτα Οσκαρ
Το 1929, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, που είχε ιδρυθεί μόλις το 1927, αποφασίζει να απονείμει, πρώτη φορά, σε ειδική τελετή, τα βραβεία της, για τις ταινίες παραγωγής 1928/29: το βραβείο καλύτερης ταινίας απονέμεται στο μιούζικαλ «Broadway Melody», το βραβείο σκηνοθεσίας στον Φρανκ Λόιντ για το ρομαντικό ιστορικό δράμα «The Divine Lady», καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στον Γουόλτερ Μπάξτερ για το γουέστερν «In Old Arizona» και καλύτερης γυναικείας στη Μαίρη Πίκφορντ για την ταινία «Κοκέτα».
Τα βραβεία απένειμε, στις 19 Μαΐου, στο ξενοδοχείο «The Hollywood Roosevelt», ο τότε πρόεδρος της Ακαδημίας, διάσημος ηθοποιός Ντάγκλας Φέρμπανκς.
Ηταν η εποχή που ο κόσμος, ιδιαίτερα στην Αμερική, έτρεχε απερίσκεπτος να απολαύσει στην οθόνη τα αγαπημένα του αστέρια, η νεολαία ξενυχτούσε και χόρευε στους τρελούς ρυθμούς της τζαζ, χωρίς να γνωρίζει πως στις 24 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, τη γνωστή ως «Μαύρη Πέμπτη», τον περίμενε στη γωνία μια τρομερή στην ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού μας οικονομική κρίση, που (στην Αμερική και μόνο) θα χρειαζόταν 11 ολόκληρα χρόνια για να ξεπεραστεί. *
το κείμενο ειναι απο:
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=71032
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου